Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ

Ο Όσιος Παχώμιος (+14 Οκτωβρίου 1905) ήταν πνευματικός πατέρας του Αγίου Νεκταρίου και του Αγίου Άνθιμου του Χιοπολίτου (+1960). Εορτάζουμε την ιερά του μνήμη στις 14 Οκτωβρίου.

-----

Ο Όσιος Παχώμιος (1840- 1905)
 
Ό Όσιος Παχώμιος γεννήθηκε στο χωριό Έλαια της Χίου. Έγινε μοναχός ατά Ιεροσόλυμα, στη Μονή του Αγίου Σάββα. Παρακινημένος από θείο πόθο επέστρεψε στο νησί του και επιδόθηκε σε πνευματικούς αγώνες. Υπήρξε Ιδρυτής και κτήτορας της Ιεράς Σκήτης των Άγιων Πατέρων στο Προβάτειο όρος και του περικαλλούς Παρθενώνος των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο λόφο Φραγκοβούνι. Επίσης και του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος στο χωριό του, στην Έλατα. Σε ηλικία 65 ετών ό Κύριας τον κάλεσε στους Ουρανούς για να πλαισιώσει τη χορεία των Άγιων της μαρτυρικής πατρίδας μας και να πρεσβεύει αδιάλειπτα για τη σωτηρία μας.



Η Μετάνοια - Η Συγχώρησης - Το Έλεος του Θεού


Της κ. Πόπης Χαλκιά Στεφάνου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ


Ένας αιώνας συμπληρώνεται εφέτος, μια εκατονταετηρίδα από την «κοίμηση» του πυριφλεγέντος από περισσή προς τον Θεόν αγάπη Όσιου Παχωμίου της Χίου.
Συγκαταλέγεται στη Χορεία των εκλεκτών του Θεού, καταχωρείται στους στυλοβάτες της Πίστεως μας και συναριθμείται στους ακαταμάχητους φρουρούς της Ορθόδοξης Παράδοσης. Γεννημένος στο χωριό Έλατα της μυρωμένης με τα πνευματικά νάματα και τα ανθόνερα νήσου Χίου το έτος 1840 έφερε το κοσμικό όνομα Παναγιώτης Αρελιάς.

Πολυδιάστατη και πολύμορφη προσωπικότητα ο Όσιος Παχώμιος επαναστατική και ορμητική και τολμηρή στο ξεκίνημα της ζωής του αγωνιστική μετέπειτα στην Στρατευόμενη Εκκλησία αυστηρή και βαθιά ευσεβή είναι ό κατεξοχήν ενσαρκωτής και εκφραστής της μοναχικής ζωής στην αγιοτόκο Χίο, ο οποίος κατ` εξοχήν εβίωσε την Αποκεκαλυμμένη Αλήθεια, όπως βιώθηκε από τον Σαρκώμένο Θεό - Λόγο (Ιωάν. 1-14).
Ή ιστορική περίοδος, κατά την οποίαν ό Παναγιώτης ατενίζει το φως του ήλιου βρίσκει τη γενέτειρα του τουρκοκρατούμενη και τρομοκρατημένη με πολύ νωπό τον απόηχο της μεγάλης Σφαγής του 1822. Ή δυστυχία, ή ένδεια ή ερήμωση συντροφεύουν τους κατοίκους του, οι όποιοι με κάθε τρόπο αγωνίζονται να απαλείψουν τις πληγές τους. Πολλοί από αυτούς αναγκάζονται για αναζήτηση καλύτερης τύχης να καταφύγουν στη Κωνσταντινούπολη, που ήταν τότε κέντρο εμπορίου.
Γεμάτος όνειρα και οράματα για το μέλλον ο νεαρός Παναγιώτης έρχεται στη Βασιλεύουσα. Ή κράτηση του όμως στις φυλακές της Πόλης μετά το ανόσιο έγκλημα του να δολοφονήσει τον Τούρκο αντίπαλο του, μολονότι βρισκόταν σε άμυνα και ή απόφαση της θανατικής του ποινής από το «κριτήριο», αλλάζουν ριζικά τη ζωή του.
Κατά τις ατελείωτες ώρες της απελπισίας του μέσα στη φυλακή και με την ψυχή φορτισμένη από τύψεις και ενοχές και τρόμο για το σύντομο και απροσδόκητο τέλος του με καταρρακωμένα όλα τα νεανικά του σχέδια, παρηγοριά και ανακούφιση και καταφύγιο βρίσκει στο απάνεμο λιμάνι της Πίστης. Την προστασία της Κυρίας Θεοτόκου επικαλείται μέσα από τις γεμάτες ικεσία δακρύβρεχτες προσευχές του και υπόσχεται στη Μητέρα των Θλιμμένων Παναγία να αφιερώσει, εάν διαφύγει τή θανατική του ποινή του εαυτού του ολόκληρου στη διακονία του Θεού με την ελπίδα ότι θα εξιλεωθεί από το κρίμα του.
Ορατή είναι ή Χάρη του Θεού, που τον προστατεύει κατά την απόδραση του από τις φυλακές. Και τον συνοδεύει αδιάκοπα και στο νέο κίνδυνο, που συναντά, μέχρις ότου γνωρίσει σε όραμα, αλλά και εν εγρηγόρσει, τη Βουλή του Κυρίου από τα χείλη δύο Ιερέων, που συνομιλούν μεταξύ τους και λέγουν ότι ή σωτηρία του νέου τούτου είναι τα Ιεροσόλυμα.

Στο καράβι, που τον μεταφέρει στους Αγιασμένους από τον Κύριο Τόπους, άλλης μορφής κίνδυνοι, αόρατοι τούτη τη φορά βάλλουν ανελέητα με τα προκλητικά βέλη της κοσμικότητας κατά της ταλανισμένης ψυχής του. Παρά τούτη, όμως, ό ίδιος παραμένει σταθερός κι ακλόνητος στην υπόσχεση του στη Θεομήτορα. Και δεν ορρωδεί μπροστά σε κανένα δέλεαρ, ούτε στα άφθονα υλικά αγαθά, που του προσφέρονται ούτε στην ξεχωριστή ομορφιά μιας νέας.

Ό σπόρος της αγάπης του προς τον Θεό, ό σπόρος της Πίστεως του προς τον Ιησού Χριστό, που οι ευσεβείς γονείς του εμφύτευσαν στην εύπλαστη παιδική ψυχή του με τη διδασκαλία και το παράδειγμα τους φαίνεται πυρίφλεκτη προσευχή προς τον Ουράνιο Πατέρα, Τον Όποιον ασταμάτητα επικαλείται, για να συγχωρήσει το ανόμημά του.
Και τώρα το Ιερό του προσκύνημα στα αγιασμένα χώματα, όπου ό Κύριος βάδισε, τον οδηγεί αλάθητα στην αγκαλιά του Θεού. Ή μοναχική πολιτεία, που κατά την παραμονή του στη φημισμένη για την αυστηρότητα, τη σκληρή άσκηση και την οσιακή πολιτεία Μονή του Αγίου Σάββα της Ιουδαίας γένεται, με ασκητές, οι όποιοι αναδείχθηκαν Φωστήρες της Ορθοδοξίας και κατακλύζουν με τη Χάρη του Θεού τα Ουράνια Σκηνώματα, τον σαγηνεύει και πυρπολεί την ψυχή του.

Έτσι εγκαταλείπει αμετάκλητα τα εγκόσμια, αποτάσσεται πλήρως τον παλαιόν εαυτόν του, ενδύεται τον Χιτώνα της αρετής κι αναδύεται με ζήλο στην κατάκτηση των Ουρανίων. Μοναχός κείρεται σε ηλικία είκοσι δύο ετών στη Μονή του Άγιου Σάββα και παίρνει το όνομα του μεγάλου ασκητού της ερήμου Παχωμίου.
Με τή Θεϊκή Χάρη, που επιδέχεται αποδέχεται και την απαρέγκλιτη τήρηση των μοναχικών υποσχέσεων, την παρθενία, την ακτημοσύνη , την υπακοή και τόσους άλλους αυστηρούς και δυσβάστακτους κανόνες.

Κοντά στο Ιησού προστρέχει με δική του προσωπική επιλογή και θέρμη, γιατί ακράδαντα πιστεύει στην πνευματική καλλιέργεια, που τη θεωρεί σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την ανθρώπινη ψυχή μέσα στον απέραντο, τον ανεξερεύνητο κάμπο της καρδιάς του ανθρώπου. Προς τον πιο μεγάλο, τον πιο υπέροχο γεωργό του κόσμου στρέφεται ή ταλαίπωρη ψυχή του, τον Μονογενή Υιό. Σε Εκείνον, που στάλθηκε από τον Ουρανό και ακάματος στρατοκόπος, καλπάζει περίτρανα στους αιώνες και κτυπά πόρτες κλειστές• και βροντά στις σκληρές καρδιές των ανθρώπων μηνύματα, για να τους σώσει, να τους δείξει το δρόμο της Αλήθειας και της πραγματικής Ζωής .Επιλέγει απαρασάλευτα να περιπατήσει μαζί με τον γλυκύ Ναζωραίο, μακριά από κακότητες και μοχθηρίες και να τον κάνει φίλο του Ακριβό και αδελφό Αγαπημένο.

Το άγχος, το μένος και το μαρτύριο της ένοχης συνείδησης του και ό ανένδοτος αγώνας για τη λυτρωτική κάθαρση της καρδιάς του, για την πνευματική πρόοδο και προκοπή του, για την ένωση με τον Θεό, για τη θέωσή του, την aδελφωσύνη με το συνάνθρωπο, άφοϋ δεν τήρησε την έκτη εντολή «ου φονεύσεις», γλυκαίνει ή ειλικρινής του μετάνοια, ή αδιάλειπτη προσευχή, ή αυστηρή νηστεία, οι αμέτρητες γονυκλισίες και ή εντρύφηση του στην Πατερική σοφία, που τώρα ανακαλύπτει. Καίτοι λίγες μόνο γραμματικές γνώσεις διαθέτει με τη Χάρη του Θεού τα μάτια της ψυχής του ανοίγονται και με τη συνεχή μελέτη οι γνώσεις του πλουτίζονται. Τώρα κατανοεί τα ρήματα του Ευαγγελίου, τα Ιερά κείμενα, τους ύμνους, τους ψαλμούς. Ή Πρόνοια του Θεού-Πατέρα και ή Μητέρα του Θεανθρώπου τον προστάτεψαν, για να ζήσει ώστε να γνωρίσει τή Θεϊκή σοφία, να προκόψει σε αύτη και να σωθεί. Και συνάζει συνεχώς σοφία, γιατί επιπροσθέτως επιθυμεί να επιστρέψει με τις αποθηκευμένες μέσα του γνώσεις κι εμπειρίες στο νησί του, τη Χίο, να εργασθεί σε αυτό για τη δόξα του Κυρίου, να μεταλαμπαδεύσει γνώσεις, να προσφέρει το περίσσευμα της αγάπης του στον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπο, στον ταλαίπωρο χριστιανό της τουρκοκρατούμενης περιοχής του, στον σκλαβωμένο συμπατριώτη του. Μαχητής ακατάβλητος στον αόρατο πόλεμο κατά του κάκου αναδεικνύεται και σθεναρός υποστηρικτής του Ορθοδόξου μοναχισμού. Μετά την επιστροφή του στη μαρτυρική γενέτειρα του το 1865 αποδίδεται στον ακαταμάχητο αγώνα αναβίωσης της παλαιάς πνευματικής κυψέλης στον μελισσώνα του Ευαγγελίου, της Νέας Μονής, που μετά τη Σφαγή του 1822 βρισκόταν σε παρακμή. Ή αποτυχία του, όμως, αυτή λόγω κακής συνεργασίας δεν τον πτοεί, αντίθετα τον προσανατολίζει σε καινούργια έπαλξη Το Σπήλαιο τον Αγίων Πατέρων του Προβατείου Όρους της Χίου τον αναμένει, για να το διευρύνει και να το ανακαινίσει, να κτίσει δεύτερο Καθολικό, να προσθέσει κι άλλα κελιά και βοηθητικούς χώρους. Και κατορθώνει μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να προσελκύσει σημαντικό αριθμό μοναχών κοντά του και να ιδρύσει ένα ονομαστό μοναστικό κέντρο, την Ιερά Σκήτη των Αγίων Πατέρων, όπου ανθεί ό μοναχισμός και κάθε κατατρεγμένος βρίσκει εδώ Ύδωρ Ζωής• κι ακόμη κι ένα εκλεκτό επιτελείο αγιογράφων με τη χαρακτηριστική Ιωασαφιτική του Άγιου Όρους τεχνοτροπία, για να υμνείται ό Κύριος.

Το απόθεμα της μεγάλης του καρδιάς, της σφυρηλατημένης , από πύρινες προσευχές, εξαντλητική νηστεία κι απέραντη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, απλώνει και στην περιοχή Φραγκοβρύνι της πρωτεύουσας της νήσου με την ίδρυση γυναικείας Μονής, τον ιερό Παρθενώνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που αναδεικνύεται φάρος τηλαυγής και κοινόβιο πρότυπο ισάγγελης ζωής, το οποίο και στις ήμερες μας καταυγάζει το πνευματικό στερέωμα της Χίου.
Επίγεια οσιακή μορφή ό Γέροντας Παχώμιος, γαλουχεί και ποδηγετεί με τη ν πνευματική του ακτινοβολία, μέγιστους κατόπιν αναδειχθέντες Αγίους της Εκκλησίας μας και πρώτα τον Άγιο του εικοστού αιώνα, τον Άγιο Νεκτάριο, του οποίου οι γονείς κατήγοντο από το χωρίο Λιθί της Χίου. Ό νεαρός Αναστάσιος Κεφάλας κατά τη διάρκεια της επταετούς θητείας του ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό των γονέων του, πολύ τακτικά ανεβαίνει στην Ί. Σκήτη των Αγίων Πατέρων, για να δεχθεί τη σοφία του σεβαστού Γέροντα Παχωμίου και με την προτροπή και βοήθεια του κείρεται μοναχός στη Νέα Μονή.

Πνευματικός πατέρας και ποδηγέτης και καθοδηγητής χρημάτισε ακόμη και στον τελευταίο 'Άγιο της νήσου τον Άγιο Άνθιμο της Χίου, που υπηρέτησε επί μία εικοσαετία σχεδόν, ως εφημέριος στο Λεπροκομείο Χίου και ίδρυσε τον Ιερό Παρθενώνα της Παναγίας της Βοηθείας για τις κατατρεγμένες από τους μικρασιατικούς διωγμούς μοναχές και κοπέλες της απέναντι ακτής της Μ. Ασίας.
Με τη φλόγα της μεγάλης του καρδιάς ό Γέροντας Παχώμιος δεν παραμέλησε ποτέ αυτή τη μελέτη των Ιερών βιβλίων. Για να διευρύνει τις γνώσεις και των μοναχών ίδρυσε θαυμάσια στη Σκήτη βιβλιοθήκη και τόλμησε, παρά τις πενιχρές του γραμματικές γνώσεις να συγγράψει το ψυχωφελές βιβλίο «Υπεράσπισης της Αληθείας», στο οποίο υπενθυμίζει τα θανάσιμα αμαρτήματα κι ευαγγελίζεται τη σωτηρία των ψυχών.

Ή εκδημία του προς τον Ουράνιο Πατέρα, στον οποίο με τόση ζέση αφοσιώθηκε και πολύ αγάπησε, χρονολογείται το έτος 1905 στις 14 Οκτωβρίου. Το πέρασμα του από τη γη άφησε τη σφραγίδα του φιλάγαθου, του φιλοδίκαιου, του φιλομοναχικού, του αγνού, του ταπεινού, του φιλάνθρωπου, εκείνου, που περίτρανα απέδειξε στον κλιματισμένο άνθρωπο ότι και το πιο φοβερό αμάρτημα μπορεί ό Εύσπλαχνος Θεός να συγχωρήσει, αρκεί να υπάρξει ειλικρινής μετάνοια.
Ό Κύριος της Δόξης τον εδέχθη με αγάπη στους Κόλπους του Αβραάμ και τον συναρίθμησε στη Χορεία των Όσιων.
     
Πηγή
http://www.pigizois.net/agiologio/paxomios/paxomios.htm

------

Λόγοι γέροντος Παχωμίου του εν Χίω (14/27-10-1905)
Τούτο και μόνον είναι, Κυριε, φώτισόν με να γνωρίσω το θέλημά σου, και δώσε μου ισχύν να το τελειώσω, οίμοι του μιαρού και ακαθάρτου.
* Ο,τι καλόν κάνεις εις τους αδελφούς σου, ο Χριστός το αναδέχεται εις του λόγου του.
* Οποιος ακούσει κανένα και λέγει κατά του άλλου αδελφού, οπίσω του, και υπάγει και το φανερώσει, να είναι εδώ και εν τω μέλλοντι αιώνι ασυγχώρητος.
* Παντοτε να εξουθενής τον εαυτόν σου και μη δικαιώνεσαι, να ρίπτης το σφάλμα επάνω σου και θα αναπαύεσαι.
* Τον κανόνα σου με προσοχήν μεγάλην να κάμνης.
* Με απλότητα να πορεύεσαι, δηλαδή σου είπε ένας τινά λόγον να υπομείνης η σε ύβρισεν η σε εξουδένωσεν, να μη ανταποδίδης η να βαστάς κακίαν.
* Να είσαι στρογγυλός.
* Να λέγης φανερά τους λογισμούς σου.
* Με ταπείνωσιν να παρακαλώ τον Θεόν να με φυλάξη και να μη πιστεύω τον λογισμόν μου.
* Να φυλάξης την προσοχήν του νοός σου.
* Προσοχή ονομάζεται νοός τήρησις, καρδιακή φυλακή, νήψις, νοερά ησυχία.
* Οταν προσεύχεσαι να εννοής τα λεγόμενα.
* Φυλαττε συστολήν, η οποία είναι ανωτέρα της σιωπής, συστολή δε είναι να μη γελάς, να μην αργολογής και να μη καταλαλής. Κανένα πράγμα δεν είναι το να φεύγη τις την αμαρτίαν ως η ενθύμησις του θανάτου.
* Αρετή χωρίς ταπείνωσιν δεν είναι αρετή.
* Ο,τι και να κάμης, όταν δεν έχης ταπείνωσιν, και κυρίως αγάπην, δεν είναι τίποτε.
* Η ταπείνωσις είναι να μην έχη τις κακίαν, με κανένα.
* Παντοτε να λέγωμεν την ευχήν, όπου κι αν είμεθα.
* Οταν μέμφεσαι τον εαυτόν σου μη φοβάσαι να πλανηθής.
* Οχι το θέλημά μου, αλλά το του Κυρίου ημών.
* Να είμαι έτοιμος πάντοτε δια τον θάνατον, ωσάν να είναι η τελευταία ημέρα της ζωής μου, ούτω να πορεύωμαι.
* Να λέγω την ευχήν ταπεινά ως εις αυτί.
* Να προτιμώ τους μεγαλυτέρους μου πάντοτε.
* Να κόπτω το θέλημά μου, όταν μου έρχεται ο λογισμός να ιδώ τι, εγώ να μη βλέπω η ειπέ τούτον τον λόγον να μη το λέγω.
* Ακαταπαύστως να μέμφωμαι τον εαυτόν μου.
* Οταν σε επαινούν να μη τους πιστεύης, διότι σε καταρώνται.
* Αδύνατον είναι εις εκείνον, οπού πασχίζει εν αληθεία να σωθή, να μη τον ελεήση ο Θεός.

(Αντωνίου Ν. Χαροκόπου, Ο Γεροντας Παχώμιος - Ιδρυτής της Ιεράς Σκήτης των Αγίων Πατέρων της Χιου (1839-1905), σελ. 189-194, Αθήναι 2003.

http://misha.pblogs.gr/2010/11/logoi-gerontos-pahwmioy-toy-en-hiw-14-27-10-1905.html
-----





ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΧΙΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ, ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ

Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως, τὸ Κύριε εἰσάκουσον , μεθ᾿ ὅ τὸ Θεὸς Κύριος ὡς συνήθως, καὶ τὸ ἑξῆς·

Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἰσαγγέλου ἐραστὴν πολιτείας, καὶ ζηλωτὴν τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, θεοειδῆ Παχώμιον, τῆς Χίου βλαστὸν ῥόδα ἑξανθήσαντα, ἐν Χριστῷ ἀπαθείας ἐν ἐσχάτοις ἔτεσιν εὐφημήσωμεν πόθῳ ἀναβοῶντες· πρέσβευε Χριστῷ ὑπὲρ προσφύγων θερμῶν σου, Παχώμιε.

Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε...


Εἶτα ὁ Ν΄ Ψαλμὸς καὶ ὁ Κανών, οὗ ἡ Ἀκροστιχίς: Παχώμιε, ἀρετὴ συνοικεῖν ἀξίωσόν με. Χ. Μ.
ᾨδὴ α´. Ἦχος πλ. δ´. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Παχώμιε ὅσιε ἀσκητά, φωστὴρ μονοτρόπων καὶ τῶν πάλαι ἡσυχαστῶν ὁμόζηλε, δεῖξόν μοι τὴν τρίβον, πρὸς ἀρετῆς καὶ σοφίας ἀπόκτησιν.
Ἀκτῖσι λαμπόμενος ἀρετῆς, Παχώμιε μάκαρ, πρὸς σκηνώματα οὐρανῶν, ἀνῆλθες Χριστὸν καθικετεύειν, ἡμῶν σκεδάσαι παθῶν τὴν σκοτόμαιναν.
Χιόνος, Παχώμιε, σὴν στολὴν ψυχῆς λαμπροτέραν καταδείξας ἀσκητικοῖς καμάτοις ἀξίωσον φορέσαι, καὶ σοὺς ἱκέτας στολὴν χιονόχροον.
Θεοτοκίον.
Ὡς Μήτηρ ἁπάντων χριστιανῶν, ἁγνὴ Θεομῆτορ, ἐν ἀγκάλαις σου μητρικαῖς, νεότητα βάσταξον Παρθένε, τὴν εὐμετάβολον καὶ ἐμπερίστατον.

ᾨδὴ γ´. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Μοναζόντων ἀλεῖπτα, χειραγωγὸς ἄριστος, ὤφθης Νεκταρίου τοῦ θείου πρὸς βίον κρείττονα· διὸ βοῶμεν θερμῶς, και τοῖς ἱκέταις σου δεῖξον, ἀτραπὸν σωτήριον, πάτερ Παχώμιε.
Ἱκετεύομεν μάκαρ, περιφανὲς βλάστημα, τῆς Ἐλάτης καὶ νήσου Χίου ἔμπνουν θησαύρισμα, τῶν γηγενῶν οἱ χοροί, σὲ νῦν Παχώμιε· πέμψον πᾶσι τοῖς τιμῶσί σε χάριν καὶ ἔλεος.
Ἐνδιαίτημα θεῖον καὶ ἱερὸν καύχημα, Σάββα τοῦ ὁσίου τῆς Λαύρας σῶφρον Παχώμιε, λῦσον ἡμῶν συνοχήν, τῶν λυπηρῶν καὶ τὴν ζάλην, κατωδύνων θλίψεων σαῖς παρακλήσεσι.
Θεοτοκίον.
Ἀλγηδόνων με ῥῦσαι, σωματικῶν Δέσποινα, καὶ τῶν ψυχικῶν μου τραυμάτων τάχος θεράπευσον, οὐλὰς φαρμάκῳ τῶν σῶν, ἱκεσιῶν πρὸς τὸν μόνον, ἰατρὸν τῆς κτίσεως, καὶ θεῖον Τόκον Σου.
Ἁγίασον, τοὺς καταφεύγοντας πίστει σῇ προστασίᾳ, καὶ τιμῶντάς σε ἀκλινῶς, θεόφρον Παχώμιε, ὡς λύχνον νεόφωτον εὐσεβείας.
Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενεία...

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα. Ἦχος β´. Πρεσβεία θερμή.
Πατέρων τριῶν σπηλαίου Χίου ἐνοικε, φωστὴρ ἀσκητῶν, Παχώμιε τρισόλβιε, τῷ Κυρίῳ πρέσβευε, ἵνα βίου πέλαγος πλεύσωμεν, οἱ σὲ τιμῶντες μάκαρ, ἀσφαλῶς καὶ ὅρμον εἰς θεῖον καταντήσωμεν.

ᾨδὴ δ´. Εἰσακήκοα, Κύριε.
Ῥυπτικαῖς σου δεήσεσι, πρὸς παθῶν τὸν πλύναντα κόσμου βόρβορον, τοις Αὐτοῦ τιμίοις αἵμασι, κάθαρον κακίας με Παχώμιε.
Ἐκ βυθοῦ μὲ ἀνάγαγε, θλίψεων Παχώμιε ὁ γευσάμενος, τῆς μανίας τοῦ ἀλάστορος, χοϊκοὺς εἰς βόθυνον τοῦ ῥίπτοντος.
Τῆς εὐχῆς καὶ τῆς νήψεως, σκήνωμα Παχώμιε ἱερώτατε, νήφειν πάντας καταξίωσον τοὺς ἐκδεχομένους τὴν σὴν εὔνοιαν.
Θεοτοκίον.
Ἡ προστάτις καὶ ἔφορος, τῆς Μονῆς τῆς Νέας ἐν Χίῳ δώρησαι, τοῖς οἰκέταις σου ὑγίειαν, τοῖς τοῦ Παχωμίου πόνους μέλπουσι.

ᾨδή ε´. Φώτισον ἡμᾶς.
Στήριζε ἀεί, ἐν τῇ πίστει τοὺς ὑμνοῦντάς σε, εὐσεβείας ὥσπερ στῦλον ἀῤῥαγῆ, καὶ φρονήσεως ὀρθῆς κρηπῖδα ἄσειστον.
Ὕπουλον ἐχθρόν, τὸν σπαράξαι με Παχώμιε, ἐξαιτούμενον εὐχαῖς σου ἱεραῖς, κατασύντριψον καὶ σῶσόν με τὸν δείλαιον.
Νοῦν μου πρὸς Θεόν, Ὅν ἠγάπησας Παχώμιε, ἐκ μυχίων τῆς καρδίας σου, ταχὺ ἀσιγήτοις σου ἀνάτεινον δεήσεσι.
Θεοτοκίον.
Ὄμβρισον ἡμῖν, ὑετὸν Θεογεννήτρια, μετανοίας ἡ αὐτῆς τὰς ἀτραπούς, Παχωμίῳ ὑποδείξασα τῷ μάκαρι.

ᾨδὴ στ´. Τὴν δέησιν.
Ἰσχύος με, πλῆσον καὶ δυνάμεως οὐρανίου τὸν τιμῶντά σε πόθῳ, ὁ πτερνιστὴν θριαμβεύσας ἀρχαῖον, ἐν ἐρημίαις συντόνοις ἀσκήσεσι, καὶ ἰσαγγέλῳ ἀγωγῇ, ἀσκητὰ θεοφόρε Παχώμιε.
Κυπάρισσε, ἀκακίας νήψεως, καὶ εὐχῆς ὑψιτενές, ὁ ἐν Χίῳ, νουθεσιῶν σου εὐφράνας τοῖς κλώνοις, τῶν εὐσεβῶν καὶ ἀζύγων συστήματα, τῶν σὲ ὑμνούντων τὰς λιτάς, μὴ παρίδῃς, θεόφρον Παχώμιε.
Ὑφάμιλλε, ἀρετῆς Παχώμιε, τῶν ἀρχαίων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, Ὁσίου Σάββα τῆς Λαύρας οἰκῆτορ, καὶ τῶν Πατέρων δομῆτορ τῆς Σκήτεως, ἐν Χίῳ τῆς πανευκλεοῦς, ἀρετῆς με ἀνάδειξον σκήνωμα.
Θεοτοκίον.
Ἱλέωσαι, σοῖς οἰκέταις Κύριον, τὸν ὑπέρθεον Υἱόν σου, Παρθένε, Νεαμονίτισσα Μῆτερ γλυκεῖα, ἑτοίμη πάντων μερόπων ἀντίληψις,
καὶ ἀκαταίσχυντος ἐλπίς, τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων ἀείποτε.
Ἁγίασον, τοὺς καταφεύγοντας πίστει σῇ προστασίᾳ καὶ τιμῶντάς σε ἀκλινῶς, θεόφρον Παχώμιε, ὡς λύχνον νεόφωτον εὐσεβείας.
Ἄχραντε...

Κοντάκιον. Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὁσίου Σάββα τῆς Λαύρας ἀνάστημα, καὶ νήσου Χίου περίβλεπτον καύχημα, Παχώμιε μάκαρ ὑμνοῦντές σε, ἁγιαζόμεθα πάντες καὶ φρύαγμα, ἐχθροῦ μισοκάλου συντρίβομεν.

Προκείμενον: Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ.
Στίχος: Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ.

Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν. (Κεφ. στ΄, 17-33 ): Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ....
Δόξα: Ταῖς τοῦ Σου Ὁσίου πρεσβείαις Ἐλεῆμον...
Καὶ νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον,...

Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. β´. Ὅλην ἀποθέμενοι. Στίχος: Ἐλεῆμον...
Ἔνθεε διδάσκαλε, τοῦ θεαυγοῦς Νεκταρίου, ἀσκητὰ Παχώμιε, ποδηγὲ πρὸς Κύριον ἀπλανέστατε, χοϊκῶν πρόσδεξαι, τὰς ἡμῶν δεήσεις, ὡς θυμίαμα πανεύοσμον καὶ ταύτας ὅσιε, πρὸς τὸν Ζωοδότην προσάγαγε, καὶ Κύριον τοῦ σύμπαντος, Ὅνπερ ἐκ καρδίας ἠγάπησας, ἵνα καθηκόντως, παλαίσματα ὑμνῶμεν σὰ σεπτά, πρὸς ἀρετῆς ὁλοκλήρωσιν, πάνσοφε καὶ θέωσιν.
Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου...

ᾨδὴ ζ´. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Νικητὰς κατ᾿ ἐχθίστου, τοὺς ἱκέτας σου δεῖξον, λαμπρὲ Παχώμιε, τοὺς ἐπικαλουμένους τὴν ἱερὰν σοῦ κλῆσιν, καὶ προσφεύγοντας πάντοτε σῇ ταχινῇ ἀρωγῇ, καὶ ἄκρᾳ συμπαθείᾳ.
Ἁγιάζεις ἀπαύστως τοὺς πιστῶς προσκυνοῦντας τὸν θεῖον τάφον σου, καὶ θήκην σῶν λειψάνων, τὴν βρύουσαν ἰάσεις εὐσεβέσι Παχώμιε, ἐν Σκήτη τῇ ἱερᾷ, τοῦ Προβατείου ὅρους.
Ξύλου πάντας ἱκέτας, ἀπολαύσαι ἀλήκτου ζωῆς Παχώμιε, τοὺς σούς, πνευματοφόρε, ἀξίωσον ὁ δήμοις, συγχορεύων ἀείποτε, Ἀγγέλων φωτοειδῶν, ἐν οὐρανίοις δόμοις.
Θεοτοκίον.
Ἰαμάτων χειμάῤῥους, καὶ πηγὴ θαυμασίων Θεογεννήτρια, ἐνίσχυε σοὺς δούλους, ἀνύσαι ἰσαγγέλως βιοτὴν τὴν ἐπίγειον, καὶ τήρει πάντας ἡμᾶς, ἐν ἄκρᾳ ὑγιείᾳ.
ᾨδὴ η´. Τὸν Βασιλέα.
Ὡς ὀρθοδόξων, δογμάτων πάμφωτον φάρον, καὶ ταμεῖον ἐλεημοσύνης σὲ ὑμνοῦντες πάτερ, αἰτούμεθα λιτάς σου.
Στύλε ἀγάπης, καὶ συμπαθείας πρὸς πάντας, ἐνδεεῖς ἀγαπᾶν δίδαξόν με, τοὺς μακρὰν καὶ πέλας, ὡς ἐμαυτόν, παμμάκαρ.
Ὁδήγησόν με, πρὸς χρηστοήθειαν πάτερ, ὁ σαφῶς ὑποδείξας χορείαις, τρίβον σωτηρίας, Παχώμιε τῶν Χίων.
Θεοτοκίον.
Νῦν δυσωπῶ σε· Νεαμονίτισσα Μῆτερ, Παχωμίου ὁσίου πρεσβείαις, ῥῦσαί με μανίας, ἐχθροῦ τοῦ παλαμναίου.

ᾨδὴ θ´. Κυρίως Θεοτόκον.
Μὴ παύσῃ οὐρανόθεν, δυσωπῶν τὸν Κτίστην, ὑπὲρ τῶν σὲ ἀνυμνούντων Παχώμιε, καὶ προσκυνούντων ἐν πίστει σὰ θεῖα λείψανα.
Εἰρήνευσον τὸν βίον, τῶν μακαριζόντων, σὲ ὥσπερ θείας εἰρήνης τὸν πρόξενον, καὶ τῆς ὀργῆς ὀλετῆρα ἡμῶν, Παχώμιε.
Χαρίτωσον τοὺς πόθῳ, σὲ ἀνευφημοῦντας, καὶ ἐκζητοῦντας σὴν θείαν ἀντίληψιν, ἀζύγων κλέος τῆς Χίου σεπτόν Παχώμιε.
Θεοτοκίον.
Μετὰ τοῦ Παχωμίου, νεαυγοῦς φωστῆρος, τῆς νήσου Χίου ἁγνὴ Ἀειπάρθενε, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσώπει Χριστὸν ἑκάστοτε.

Ἄξιον ἐστι... καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια.
Χαίροις τῆς Ἐλάτης σεπτὸς βλαστός, χαίροις νήσου Χίου
ἐγκαλλώπισμα ἱερόν, χαίροις Προβατείου, τοῦ Ὅρους ὁ οἰκήτωρ,
Παχώμιε τρισμάκαρ, χάριτος σκήνωμα.
Τῆς χρηστοηθείας ὑφηγητήν, καὶ τῆς εὐσεβείας τὸν διδάσκαλον εὐλαβῶς, μέλψωμεν ἐκθύμως, Παχώμιον τὸν θεῖον, ὡς ἀσκητῶν ὁσίων Χίου θησαύρισμα.
Ἐλεημοσύνης τὸν ἐραστήν, ὀρθοδόξου ἤθους τὸν κοσμήτορα καὶ σεπτῶν, ἀσκητῶν πυξίον, Παχώμιον τὸν νέον, εὐτάκτοις μελῳδίαις ἐγκωμιάσωμεν.
Λαύρας θείου Σαββα τὸν οἰκιστήν, Σκήτεως Πατέρων νήσου Χίου τῆς εὐκλεοῦς, καὶ τοῦ Παρθενῶνος, ἁγίου Κωνσταντίνου, τιμήσωμεν τὸν κτίστην ὕμνοις, Παχώμιον.
Νεκταρίου θείου καθηγητήν, καὶ τῶν μονοτρόπων ἀπλανέστατον ὁδηγόν, στέψωμεν τοῖς ἴοις, ᾀσμάτων μελιῤῥύτων, Παχώμιον τὸν πάνυ καὶ πνευματέμφορον.
Εὐσεβείας ἄστρον νεολαμπές, μετανοίας βάθρον ἀδιάσειστον καὶ τερπνόν, νήψεως στρουθίον, Παχώμιον τὸ νέον, ὁσίων Χίου κλέος, ἐγκωμιάσωμεν.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων...

Τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, τὴν Χίον ἡγίασας ἱδρώτων ἀσκητικῶν, Παχώμιε, ῥείθροις σου· βίῳ γὰρ ἐναρέτῳ θεωθεὶς ἐποπτεύεις, ἄνωθεν ὑμνηπόλων εὐλαβῶν σοῦ χορείας, καὶ ἅπασι βραβεύεις ἰσχύν, ῥῶσιν καὶ δύναμιν.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπολνσις, μεθ᾿ ἥν ψάλλομεν τὸ ἑξῆς. Ἦχος β´. Ὅτε ἐκ τοῦ Ξύλου.
Σκήτεως δομῆτορ ἱερὲ τῶν τριῶν ἐν Χίῳ Πατέρων, καὶ Παρθενῶνος σεπτοῦ, Κωνσταντίνου μάκαρος, κλεινὲ Παχώμιε, παῤῥησίαν πρὸς Κύριον, ὡς ἔχων μεγίστην, οἰάπερ διδάσκαλος πιστῶν θειότατος, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Σωτῆρι, ῥύεσθαι κινδύνων ἀνάγκης, καὶ ἁπάσης θλίψεως σοὺς πρόσφυγας.
Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων σοῦ καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, ὦ Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,
φύλαξον μὲ ὑπὸ τὴν σκέπην σου.




ΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΙ ΟΙΚΟΙ

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν ῥωμαλέον, πρὶν εὐέξαπτον καὶ εὔτολμον, τῆς Χίου γόνον, θεία χάρις ὃν ἠλλοίωσε, καὶ ἀνέδειξε φωστῆρα τῶν μονοτρόπων, ὡς σπηλαίου Προβατείου ὄρους σέμνωμα καὶ ταμεῖον ἀπαθείας εὐφημήσωμεν πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Οἱ Οὶκοι.
Ἄγγελος ἐν τῇ Χίῳ διαλάμψας ἀσκήσει, Παχώμιε τρισμάκαρ, ἐδείχθης (ἐκ γ΄ ), Προβατείου τοῦ ὄρους φανός, καὶ τριῶν Πατέρων Ἱερὰς Σκήτεως δομήτωρ παμφαέστατος· διό σοι ἐκβοῶμεν πίστει·
Χαῖρε, τῆς Χίου βλαστὸς ὁ θεῖος·
χαῖρε, ὁσίου ἀγῶνος τύπος.
Χαῖρε, ὁ ἀστὴρ τῆς Ἐλάτης ὁ πάμφωτος·
χαῖρε, ὁ φωστὴρ ἀρετῆς ὁ τρισμέγιστος.
Χαῖρε, ὄργανον τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου εὐπρεπές·
χαῖρε, ἥδιστον χρηστότητος ἴον ὄντως εὐανθές.
Χαῖρε, Σκήτεως , θείας ἐν σπηλαίῳ δομήτωρ·
χαῖρε, πόλεως ἄνω θεοφόρος οἰκήτωρ.
Χαῖρε, Χριστοῦ θεράπων θερμότατος·
χαῖρε, ἐχθροῦ μανίας ὁ ὄλεθρος.
Χαῖρε, πυρσὸς ὁ τὴν Χῖον πυρσεύων·
χαῖρε, σκηπτὸς τὸν ἐχθρὸν κατακαίων.
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Βλάστημα τῆς Ἐλάτης, τοῦ ἀνθῶνος τῆς Χίου, Παχώμιε, ἀρτίως ἀζύγων, κατεκόσμησας σῇ ἀρετῇ, καὶ σκληραγωγίᾳ τῆς σαρκὸς τάγματα, αἰνοῦντα τὸν Θεάνθρωπον καὶ πίστει ἀκραιφνεῖ βοώντα·
Ἀλληλούϊα.

Γάνυται σοῖς σπαργάνοις ἡ μυρίπνοος Χίος, καὶ χαίρει τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, σοῖς καμάτοις πρὸς διαγωγήν, ἐν Χριστῷ ἀρίστην, πάτερ Παχώμιε, καὶ πάντες οἱ φιλόσιοι τιμῶντές σε πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ μύστης Χριστοῦ ἀγάπης·
χαῖρε, ὀλέτης ἐχθροῦ ἀπάτης.
Χαῖρε, Ἐκκλησίας νεόφυτον ἄνθισμα·
χαῖρε, ἀπαθείας νεόφωτον πύρσευμα.
Χαῖρε, ὅτι ἀνεπτέρωσας τὸν σὸν νοῦν πρὸς οὐρανὸν·
χαῖρε, ὅτι κατεμίσησας πᾶν γεῶδες καὶ φθαρτόν.
Χαῖρε, τῶν ὀρθοδόξων μοναστῶν κοσμιότης·
χαῖρε, εὐσεβοφρόνων ὁδηγὸς καὶ προστάτης.
Χαῖρε, ὁσίων νέον ἀγλάϊσμα·
χαῖρε, πατέρων Χίου τὸ σέμνωμα.
Χαῖρε, κινυρὰ Θεοῦ τῆς σοφίας·
χαῖρε, ἡ λύρα τῆς θεογνωσίας·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Δύναμιν ἐπιδείξας ἐν Κωνσταντινουπόλει, νεότητος παράτολμον πάτερ, δι᾿ ἀκούσιον φόνον εἱρκτῇ ἐνεκλείσθης, ἔνθα τῷ Χριστῷ ἔδωκας ὑπόσχεσιν, Παχώμιε, Αὐτῷ εὐαρεστῆσαι ψάλλων·
Ἀλληλούϊα.

Ἔδραμες ἑκουσίως μετὰ τὴν ἐκ δεσμῶν σου, δραπέτευσιν εἰς Τόπους Ἁγίους, οὓς ἡγίασαν πόδες Χριστοῦ, καὶ μονὴν τοῦ Σάββα τοῦ σεπτοῦ ᾤκησας, ἐν ᾗ τὸ σχῆμα ἔλαβες, ἀζύγων νῦν θερμῶς βοώντων·
Χαῖρε, μισήσας γεώδη πάντα·
χαῖρε, ποθήσας θερμῶς τὰ θεῖα.
Χαῖρε, Δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου ἀλλοίωσις·
χαιρε, νοερὰς προσευχῆς ὑποτύπωσις.
Χαῖρε, ὅτι ἐξ ἐγκλήματος ἀνεδύθης τοῦ βυθοῦ·
χαῖρε, ὅτι ἐκ συστήματος ἀνεστήθης χοϊκοῦ.
Χαῖρε, Πνεύματος θείου ὁ σωθεὶς συνεργεία·
χαῖρε, τοῦ Παρακλήτου λυτρωθεὶς ἐπιπνοία.
Χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν μεταμέλειαν·
χαῖρε, πρηστήρ ὁ καίων τὴν ἄγνοιαν.
Χαῖρε, ῥανὶς σωστικῆς μετανοίας·
χαῖρε, παγὶς τῆς ἐχθίστου μανίας·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Ζήλῳ Χριστοῦ ἀγάπης πυρπολούμενος πᾶσαν κατέστειλας ὁρμὴν τοῦ σαρκίου καὶ ἀνέτεινας νοῦν προσευχαῖς σαῖς ἀδιαλείπτοις πρὸς Αὐτόν, ὅσιε Παχώμιε, ᾯ ἔκραζες ἑκάστοτε ἐν κατανύξει·
Ἀλληλούϊα.

ᾜσχυνας ἀγωγή σου θεαρέστω ἀρτίως, Παχώμιε, τὸ γένος ἀνθρώπων, τὸν πτερνίζοντα καὶ ἀσκητῶν θεοφόρων ὤφθης Ἱερὸν ἔκτυπον· διὸ σὲ μακαρίζοντες βοῶμέν σοι ἀξιόχρεως·
Χαῖρε, ὁ λύχνος φωτὸς ἀΰλοῦ·
χαῖρε, ὁ στῦλος λαοῦ τῆς Χίου.
Χαῖρε, θείου Σάββα μονῆς ἐνδιαίτημα·
χαῖρε, τῆς Ἐλάτης εὐῶδες ἐκβλάστημα.
Χαῖρε, ὅτι ἀνεπτέρωσάς σου τὸν νοῦν πρὸς οὐρανόν·
χαῖρε, ὅτι κατεπάτησας σῇ ἀσκήσει τὸν ἐχθρόν.
Χαῖρε, ἐνασκούμενων θεαρέστως τὸ εὖχος·
χαῖρε, τῶν κλονουμένων ἀδιάσειστος στῦλος.
Χαῖρε, λαμπὰς Θεοῦ ἀγαπήσεως·
χαῖρε, ψεκὰς ψυχῶν κατανύξεως.
Χαῖρε, σαρκὸς κατατήξεως κέρας·
χαῖρε, φανὸς μετανοίας καὶ σέλας·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Θείαν τρῖβον ἀνύσας ἀρετῆς πρὸς τὴν κτῆσιν, Παχώμιε, καὶ νῆψιν ἐν μάνδρᾳ τοῦ θεόφρονος Σάββα, κανὼν ταπεινοφροσύνης καὶ εὐχῆς πέφηνας κειμήλιον τῷ Κτίσαντι νυχθήμερον ὁ ψάλλων ὕμνον·
Ἀλληλούϊα.

Ἴασμε ἀκτησίας, προσευχῆς, ἀπαθείας, Παχώμιε, καὶ πάντων ἐνύλων ἀποτάξεως, θείαις ὀδμαῖς τῆς ὑπακοῆς σου εὐσεβεῖς ηὔφρανας ὁρῶντας ὁσιότητα τοῦ βίου σου καὶ ἐκβοῶντας·
Χαῖρε, ἀπάτης σαυτὸν μακρύνας·
Χαῖρε, τῆς ὕλης τὸν νοῦν χωρίσας.
Χαῖρε, φωτομορφῶν ἀγγέλων ὁμόζηλος·
χαῖρε, τῶν ὁσίων πατέρων ὁμόστεφος.
Χαῖρε, φλόγα ὁ δεξάμενος ἐν ψυχὴ ζωοποιόν·
χαῖρε, πάντα παρωσάμενος ἐπὶ γῆς διὰ Χριστόν.
Χαῖρε, τοῦ Προβατείου τοῦ σπηλαίου οἰκήτωρ·
χαῖρε, τοῦ φιλοσίου δήμου ὄντως κοσμήτωρ.
Χαῖρε, πατὴρ ἀζύγων θειότατος·
χαῖρε, ἀνὴρ ἐν πᾶσι θεόληπτος
Χαῖρε, πολλοὺς πρὸς τὴν νίκην ἀλείφων·
χαῖρε, πιστοὺς πρὸς τὸν πόλον ἰθύνων.
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Κῆπον χρηστοηθείας σὴν ψυχὴν ἀναδείξας καὶ εὔοσμον ἀγάπης λειμῶνα πρὸς Θεὸν καὶ πλησίον, σεπτὲ ἀσκητά, τὰ ῥόδα τῆς Ἐδὲμ ἠνθησας, Παχώμιε, καὶ ηὔφρανας τῶν Χίων τοὺς χοροὺς ψαλλόντων·
Ἀλληλούϊα.

Λάμπων ὑπακοῆς σου ταῖς ἀκτῖσι σκοτίαν, ἐσκέδασας θελήματος τάχος τοῦ οἰκείου σοῦ καὶ τὰς σοφὰς ῥήσεις Γέροντός σου, ἀσκητὰ ὅσιε, ὡς νάματα θεόβλυτα, ἐδέξω, ὅθεν σοι βοῶμεν·
Χαῖρε, εἰκὼν ἀγωνιζομένων·
χαῖρε, κανὼν τῶν ἐνασκούμενων.
Χαῖρε, νήσου Χίου ὁ νέος διάκοσμος·
χαῖρε, τοῦ Ὑψίστου ἀγάπης ὁ θρίαμβος.
Χαῖρε, ὅτι καθηγίασας Χίον σῇ διαγωγῇ·
χαῖρε, ὅτι ἐπευλόγησας μονάζουσας ἐν αὐτῇ.
Χαῖρε, ὅτι ἐκλάμπεις ἀρετῶν σου ἀκτὶσιν·
χαῖρε, ὅτι βραβεύεις σθένος σὲ τοῖς τιμῶσι.
Χαῖρε, τρυφὴν μισήσας τὴν ῥέουσαν·
χαῖρε, ἀχλὺν ἐλάσας σκοτίζουσαν.
Χαῖρε, εὐχῆς βάθρον καὶ ἀπαθείας·
χαῖρε, βαλβὶς τῶν πιστῶν σωτηρίας·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Μέγιστε τῶν ἀρτίως ἐν τῇ Χίῳ λαμψάντων, Παχώμιε, ὁσίων πατέρων, ἐπιστρέψας εἰς νῆσον τὴν σὴν ὄρους Προβατείου τὸ σεπτὸν σπήλαιον κατῴκησας, τὸ δύσβατον, Κυρίῳ ἀσιγήτως ψάλλων·
Ἀλληλούϊα.

Νέας μονῆς κτιτόρων, Ἰωάννου, Νικήτα, σεπτέ, καὶ Ἰωσήφ, ἀνεδείχθης ζηλωτῆς πόνων ἀσκητικῶν καὶ οἰκήτωρ ἄντρου τοῦ αὐτῶν, ὅσιε Παχώμιε, ἑπόμενος· διὸ σοι ἐν χορῷ βοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ ἀκμῶν τῆς ἐγκρατειας·
χαιρε, ὁ κώδων τῆς μετανοίας.
Χαῖρε, κοινοβίων σεπτῶν τὸ θεμέλιον·
χαῖρε, οὐρανίων χαρίτων κυάθιον.
Χαῖρε, ἄριστος διδάσκαλος Νεκταρίου τοῦ σεπτοῦ·
χαῖρε, σάπφειρος πολύτιμος μονοτρόπων τοῦ χοροῦ
Χαῖρε, κόσμον ἐξ ὕπνου ῥαθυμίας ἐγειρὼν·
χαῖρε, ἄστρον τὴν τρῖβον οὐρανῶν ὁ δεικνύων.
Χαῖρε, ὁσίων νέων ὑπόδειγμα·
χαῖρε, πατέρων νήψεως ἄγαλμα.
Χαῖρε, πρὸς πόλον πιστῶν κατευθύντωρ·
χαιρε, μερόπων ταχὺς παρακλήτωρ·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε,

Ξύλου ἐπαπολαύεις τῆς ζωῆς ἐν τῷ πόλῳ, ὁμοῦ σὺν φίλῳ σῷ Νεκταρίῳ, καὶ ἐν σκάμματι πνευματικῷ μαθητῇ, ἀλείπτῃ, πάτερ Παχώμιε, καὶ ποδηγῷ πρὸς θέωσιν, μεθ᾿ οὑ ἀδιαλείπτως ψάλλεις·
Ἀλληλούϊα.

Ὅσιε θεοφόρε, σοῖς τιμίοις ἴδρῶσιν ἀνήγειρας ναὸν ἐν Ἐλάτῃ, σῇ πατρίδι, τῇ πανσθενουργῷ καὶ σεπτῇ Τριάδι, μάκαρ Παχώμιε,
συμπολιτῶν σου στόματα ἀνοίγων ἐκβοάν σοι πόθῳ·
Χαῖρε, Τριάδος ἱερομύστης·
χαῖρε, ἁπάντων ἐκ βλάβης ῥύστης.
Χαῖρε, ὁσιότητος θεῖον ὀσφράδιον·
χαῖρε, ἁγιότητος ἔμπνουν κειμήλιον.
Χαῖρε, βάσις θείας πίστεως τοῦ Χριστοῦ νεοπαγής·
χαῖρε, παῦσις τοῦ ἀλάστορος ἐπηρείας ἐπὶ γῆς.
Χαῖρε, τῶν ἐν τῇ Χίῳ εὐσεβῶν εὐφροσύνη·
χαῖρε, τῶν πλανωμένων καὶ κακῶν ἀφροσύνη.
Χαῖρε, πυρσὸς λαμπρὸς ἐγρηγόρσεως·
χαῖρε, φρουρὸς μονῶν σοῦ θεόσδοτος.
Χαῖρε, πατρίδος τῆς σῆς εὐεργέτης·
χαιρε, Τριάδος σεπτῆς ὑπηρέτης·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Πέλαγος τοῦ παρόντος διαπλεύσας ὁσίως, Παχώμιε θεόσοφε, βίου, ἐκ τῆς δίνης ἀνόμων παθῶν σοι τῶν προστρεχόντων τὰς ψυχὰς ἔσωσας καὶ ὅρμον πρὸς ἀχείμαστον κατηύθυνας τοὺς μελῳδοῦντας·
Ἀλληλούϊα.

Ῥεύμασι σῶν ἱδρώτων Κωνταντίνῳ Μεγάλῳ, ἐδόμησας σεπτὸν παρθενῶνα, ἐν τῇ Χίῳ, ἐν ᾧ οἱ χοροί, εὐσεβῶν παρθένων ἀκλινῶς Κύριον, Παχώμιε, δοξάζουσι καὶ σοι πανευλαβῶς βοῶσι·
Χαῖρε, ὁ ὅσιος ἐν πατράσι·
χαῖρε, ὁ πάμφωτος ἐν ἀστράσι.
Χαῖρε, φωταυγείας τῆς θείας ἀμάρυγμα·
χαῖρε, μετανοίας εὐῶδες κατάλυμα.
Χαῖρε, στῦλος ἁγιότητος ἀληθῶς νεοφανῇς·
χαῖρε, πύργος ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ νεοπαγής.
Χαῖρε, θείων ἀγώνων ἀκριβῆς ὑποφήτης·
Χαῖρε, νέων ἀζύγων πρὸς τὰ κρείττω ἀλείπτης.
Χαῖρε, φωστὴρ ἀΰλῶν ἐλλάμψεων·
χαῖρε, δοτὴρ παντοίων ἰάσεων
Χαῖρε, ὁμόζηλων θείων πατέρων·
χαῖρε, συνόμιλος τῶν Ἀρχαγγέλων.
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Στήριγμα μονοτρόπων καὶ πιστῶν νήσου Χίου, Παχώμιε, δεινῶς κλονουμένων, βακτηρία σῶν λόγων σοφῶν καὶ νουθεσιῶν σου ἀπλανῶν, ἅγιε, ἐστήριξας καὶ ἔπιθες αὐτοὺς ἐν κατανύξει κράζειν·
Ἀλληλούϊα.

Τῶν ματαίων φροντίδων ἐποφθεὶς ὑπερόπτης, Παχώμιε, ἐν χρόνοις ἐσχάτοις, ἐπεθύμεις ἐν βίῳ τῷ σῷ πάντα τὰ ἐν πόλῳ καὶ ἀεὶ μένοντα· διὸ σὲ μακαρίζοντες κραυγάζομεν φωναῖς αἰσίαις·
Χαῖρε, ὁ πλοῦτος τῆς ἀπαθείας·
χαῖρε, τὸ μένος τῆς ἀπειθείας.
Χαῖρε, ὁ ποθήσας ἐν βίῳ τὰ ἄῤῥευστα·
χαῖρε, ὁ διδάξας ἐν κόσμῳ τὰ κρείττονα.
Χαῖρε, νέκταρ ὁσιότητος ὁ τρυγήσας δαψιλῶς·
χαῖρε, ἧμαρ θείας γνώσεως ἀνατείλας ἀληθῶς.
Χαῖρε, τῶν ψυχοτροφῶν ἐκμαγεῖον ἀγώνων·
χαῖρε, τῶν χριστωνύμων ποδηγέτης πρὸς πόλον.
Χαῖρε, Χριστοῦ δοχεῖον τῆς χάριτος·
χαῖρε, Αὐτοῦ εὐκλείας συμμέτοχος.
Χαῖρε, πιστῶν νήσου Χίου τὸ κλέος·
χαῖρε, ἡμῶν τῶν τιμώντων σὲ σθένος.
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Ὕμνοις Χριστὸν δοξάζων ἀσθενείας ἐν κλίνῃ, Παχώμιε, δεινῆς ἀσθενείας, καθυπέμεινας ἄλγη καλῶς ἔχων Νεκταρίου τὰς εὐχάς, ἅγιε, τοῦ θαυμαστοῦ παυσίπονον, μεθ᾿ οὑ σοι ἐκβοῶμεν πίστει·
Ἀλληλούϊα.

Φῶς, Παχώμιε θεῖε, νεαυγὲς Ἐκκλησίας, ἐσφράγισας ἐν Χίῳ τὰς κόρας, χοϊκῶν ὀφθαλμῶν σου, λαμπρέ, ἵνα διανοίξῃς ἐν Ἐδὲμ δώμασιν, αὐτάς· διό, Παχώμιε, κραυγάζομεν οἱ σοι ἱκέται·
Χαῖρε, χθονὸς πατρῴας λαμπρότης·
χαῖρε, παντὸς πιστοί; κοσμιότης.
Χαῖρε, τῶν ὁσίων τῶν νέων συνόμιλος·
χαῖρε, τῶν πατέρων τῶν πάλαι ἰσότιμος.
Χαῖρε, βάθος δυσαντίβλεπτον προσευχῆς καρδιακῆς·
χαῖρε, στέφος θεοκόσμητον ἰσαγγέλου βιοτῆς.
Χαῖρε, ὅτι ἐτάφης εἰς τὴν Σκήτην Πατέρων·
χαῖρε, ὅτι φωτίζεις τοὺς χοροὺς μονοτρόπων.
Χαῖρε, ἀκτὶς Θεοῦ ἀγαθότητος·
χαῖρε, παγὶς παγκάκου ἀλάστορος.
Χαῖρε, λαμπρὸς ταπεινώσεως τόμος·
χαῖρε, δεινὸς τῶν παθῶν ῥιζοτόμος·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Χαῖρε, τῶν μονοτρόπων θεοφύτευτον δένδρον, Παχώμιε, καὶ ἴον εὐῶδες διακρίσεως, ὑπομονῆς, προσευχῆς, νηστείας, ἀρετῆς, νήψεως καὶ ἄκρας ταπεινώσεως, κραυγάζοντες Χριστῷ βοῶμεν·
Ἀλληλούϊα.

Ψάλλοντες εὐχαρίστῳ γλώσσῃ πάντες καμάτους, οὓς ἐτλης πρὸς τελείωσιν, Χίου νέε φύλαξ καὶ θεῖε φρουρέ, σὰς ἐπιζητοῦμεν προσευχάς, ὅσιε Παχώμιε, πρὸς Κύριον καὶ κράζομεν ἐν εὐλαβείᾳ·
Χαῖρε, ὁσίων ἡ εὐκοσμία·
χαῖρε, τῶν Χίων ἡ εὐδοξία.
Χαῖρε, εὐσεβῶν παραστάτης καὶ πρόμαχος·
χαῖρε, ἀσεβῶν τῆς φαυλότητος ὄνειδος.
Χαῖρε, ὅτι κατεπάτησας τοῦ σαρκίου ἡδονάς·
χαῖρε, ὅτι ἐπεπόθησας οὐρανῶν λαμπρὰς σκηνάς.
Χαῖρε, ὅρμος ἐν βίῳ γαληνὸς ποντουμένων·
χαῖρε, δόμος ἀγάπης ἀληθῶς τρυχομένων.
Χαῖρε, λειμὼν μυρίπνοος νήψεως·
χαῖρε, εἰκὼν ψυχῆς καθαρότητος.
Χαῖρε, ταχὺς ἱκετῶν σου ἀκέστωρ·
χαῖρε, θερμὸς εὐσεβῶν παρακλήτωρ·
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.

Ὦ Παχώμιε, σκεῦος διαυγὲς Παρακλήτου, τῆς Χίου νεαυγέστατον σέλας, (ἐκ γ΄) κλῖνον οὓς ταῖς ἡμῶν προσευχαῖς, τῶν ἀνευφημούντων σὴν σεπτὴν ἄσκησιν, καὶ ἀνυμνούντων ἀσμασν φαιδροῖς τὸν ἁγιάσαντά σε·
Ἀλληλούϊα.




ΥΜΝΟΣ

Ψαλλόμενος κατὰ τὸ Ἁγνὴ Παρθένε, Δέσποινα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἀκροστιχὶς ἡ ἑξῆς: Παχωμίου, νέου ὁσίου, αἶνος. Χ. Ἦχος πλ. α΄.
Παχώμιε, ἑξάνθισμα τῆς Χίου μυροβόλον,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ἀζύγων ἀγαλλίαμα καὶ καύχημα τὸ νέον,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Χρηστότητος ἐκτύπωμα καὶ ἀπαθείας γέρας,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ὡράισμα περίδοξον νεοφανῶν ὁσίων,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Μυράλειπτρον σεμνότητος καὶ βίου θεαρέστου,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ἰσχύος θείας πρόβολε καὶ ἐγκρατείας σέλας
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ὁ κτίτωρ θείας Σκήτεως τῶν τρισαυγῶν πατέρων,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ὑφέρποντος ἀλάστορος ὁ κεφαλὴν συντρίψας,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Νικῆτορ ἐνθεώτατε ἐν μάχαις κατ᾿ ἐχθίστου,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ἐλάτης κτίτορ ἔνθεε ναοῦ σεπτῆς Τριάδος,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Οἰκῆτορ ἄντρου πάνσεπτε Μονῆς κτιτόρων Νέας,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ὑπὲρ χοροῦ μοναζουσῶν σεμνεῖον ὁ δομήσας,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Οὐρανοδρόμον ἀτραπὸν ἐν Χίῳ ὁ ἀνύσας,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Σοφίας ἐνδιαίτημα καὶ ἀρετῆς κοσμῆτορ,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ἰθύντορ ἀπλανέστατε πιστῶν πρὸς σωτηρίαν,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ὁ ὁδηγὸς πρὸς θέωσιν τοῦ θείου Νεκταρίου,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ὑπὲρ τῶν ἀνυμνούντων σὲ πρὸς Κύριον μεσίτης,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ἁγνῶν παρθένων σέμνωμα Μεγάλου Κωνσταντίνου,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ἰάσεων ἀείῤῥυτε, κιρνῶσα σθένος κρήνη,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Νοσούντων ἡ ὑγίεια καὶ ἴαμα καὶ ῥώσις,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Ὁ νέος ἀδιάσειστος τῶν Χίων στυλοβάτης,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Σανὶς πλεόντων, Ὅσιε, ἐν βίου τρικυμίαις,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.
Χαρίτωσον λειψάνων σου προσκυνητὰς τῆς θήκης,
χαῖρε, μάκαρ Παχώμιε.


ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΤΩ ΜΟΝΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΩ ΗΜΩΝ


ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΧΙΟΥ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
(Ποίημα Χαραλάμπους Μπούσια)

ΕΝ ΤΩ ΜΙΚΡΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ
Μετὰ τὸν Προοιμιακόν, εἰς τὸ Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν στίχους δ΄, καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια. Ἦχος α΄. Πανεύφημοι μάρτυρες.
Παχώμιε Ὅσιε, Χριστὸν ἀγαπήσας ἔδραμες ἀκολουθήσαι τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ, καὶ ἄνικμον ἐν τῷ Προβατείῳ ὄρει ἄντρον ᾤκησας, ἐν ᾧ ἀδιαλείπτως εὐχόμενος καὶ κακουχούμενος, πάθη ὄντως κατεμάρανας τοῦ σαρκίου τοῦ σου τὰ χαμαίζηλα.

Παχώμιε Ὅσιε, Χριστοῦ τῷ γλυκεῖ κεντούμενος ἀγάπης βέλει κατηύθυνας σὰ διαβήματα, πρὸς ἡγιασμένου Σάββα Λαύραν πάνσεπτον εἷς Τόπους τοὺς Ἁγίους γηθόμενος, εἷς ἥν βιώσεως τῆς μονήρους τὰ μαθήματα, ἐδιδάχθης καὶ τρόπους ἀσκήσεως.

Παχώμιε Ὅσιε, υἱὸς τοῦ φωτὸς γενόμενος, πολιτευθεὶς ὡς ἰσάγγελος,
τοὺς προσιόντας σοι σκοτασμοῦ εὐχαῖς σου τῶν παθῶν ἀπήλλαξας, καὶ θλίψεων καὶ βλάβης τοῦ ὄφεως, οὗ κατεπάτησας, τὰς παγίδας καὶ τὰ ἔνεδρα, συμμαχίᾳ σεπτέ, θείου Πνεύματος.

Παχώμιε Ὅσιε, μονῶν κτίτωρ ἐχρημάτισας ἐν νήσῳ Χίῳ, καὶ ἄσειστον πιστῶν προπύργιον νουθετῶν γὰρ νήφων, πᾶσιν ὑφηγούμενος τὰ κρείττονα, νηστεύων, εὐχόμενος καὶ πρὸς μετάνοιαν κατευθύνων σοι τοὺς σπεύδοντας διδασκάλων σοφῶν ὤφθης ἔκτυπον.

Δόξα. Ἦχος πλ. δ΄.
Τὸν ὁδηγὸν τῶν πεπλανημένων· καὶ ἀλείπτην τῶν μονοτρόπων, Παχώμιον, τὸν τῆς Χίου νέον ἀσκητήν, ἐγκωμιάσωμεν ᾄσμασιν, οὗτος γὰρ ὡς ἄνθος ἀειθαλὲς πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων εὐφραίνει ταῖς ὀδμαῖς τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ πάντα χριστώνυμον, διὸ καὶ τὴν ἐτήσιον μνήμην αὐτοῦ ἄγοντες, ἐξαιτούμεθα τὰς ἀόκνους αὐτοῦ πρεσβείας πρὸς τὸν μόνον σώσαι κόσμον δυνάμενον.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Δέσποινα, πρόσδεξαι...




Εἰς τὸν Στίχον. Ἦχος β΄. Οἶκος τὸν Ἐφραθᾶ.
Σπήλαιον ἱερὸν ἀσκήσεως πατέρων τριῶν, μονῆς τῆς Νέας, Παχώμιε, κτιτόρων, κατῴκησας ὡς ἄσαρκος.

Στίχος: Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ.
Δένδρον ἀειθαλὲς καὶ σύγκαρπον ἐπώφθης, πάθη ὄντως κατεμάρανας, τοῦ σαρκίου τοῦ σου τὰ χαμαίζηλα.

Στίχος: Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον.
Ἤρθης πρὸς τὰς μονάς, τῶν οὐρανῶν δομήσας, σεπτὰς μονὰς ἐν Χίῳ, ἐν αἷς καλλιεργεῖται ἡ ἀρετή, Παχώμιε.

Δόξα. Τριαδικόν.
Δόξα Σοι ὁ Θεός, πανσθενουργὲ Θεότης, Τριὰς ὑπεραγία, βοῶντες προσκυνοῦμεν, ἀείποτε τὸ κράτος Σου.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Σκέπασον μυστικῶς, ἁγνὴ Θεοκυῆτορ, ὑπὸ τὴν θείαν σκέπην τῶν σῶν πτερύγων πάντας, τοὺς πόθῳ σὲ γεραίροντας.

Νῦν ἀπολύεις. Τρισάγιον.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς τὸν διδάσκαλον καὶ χρηστότητος, ἀζύγων θεῖον ἀλείπτην πρὸς σωτηρίαν λαμπρῶς ὡς νεόφωτον τῆς Χίου ἄστρον μέλψωμεν ὕμνοις, Παχώμιον, φαιδροῖς ἐκβοῶντες μυστικῶς· μυράλειπτρον εὐσεβείας τῇ εὐωδίᾳ εὐχῶν σου, χοροὺς προσφύγων σου κατεύφρανον.
Ἕτερον ὅμοιον.
Τοῦ σπηλαίου Ἁγίων Πατέρων ἔνοικον, ἐν Προβατείῳ τῆς Χίου ὄρει καὶ πάλαι κλεινῶν ἀσκητῶν, καμάτων ἄρτι τὸν ὁμόζηλον, θεῖον Παχώμιον, εὐχῆς ὡς σοφὸν ὑφηγητὴν καὶ πρύτανιν μετανοίας ἐγκωμιάσωμεν πόθῳ, αὐτοῦ πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.
Ἕτερον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, τὴν Χίον ἡγίασας ἱδρώτων ἀσκητικῶν, Παχώμιε, ῥείθροις σου· βίῳ γὰρ ἐναρέτῳ θεωθεὶς ἐποπτεύεις, ἄνωθεν ὑμνηπόλων εὐλαβῶν σοῦ χορείας, καὶ ἅπασι βραβεύεις ἰσχύν, ῥῶσιν καὶ δύναμιν.
Θεοτοκίον.
Τὸ ἀπ᾿ αἰῶνος ἀπόκρυφον...

Ἀπόλυσις.

ΕΝ ΤΩ ΜΕΓΑΛΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ
Μετὰ τὸν Προοιμιακόν, τὸ Μακάριος ἀνήρ, εἰς δὲ τὸ Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν στίχους η΄, καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια. Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Τὸν ἀσκητὴν τὸν θεόπνουν καὶ θεοείκελον, ἐν χρόνοις τοῖς ἐσχάτοις, γεννηθέντα ἐν Χίῳ, καὶ βίῳ ἐναρέτῳ καὶ ἀκραιφνεῖ, ἀγλαΐσαντα σύμπαντα, ἐγκωμιάσωμεν ᾄσμασι μελιχροῖς, νῦν θειότατον Παχώμιον.

Ὁ πάντας θέλων σωθῆναι βροτούς Παχώμιε, ἐκ τοῦ βοθύνου φόνου, ἀκουσίου παλάμαις, σὲ ὕψωσεν ἀχράντοις ὄντως Αὐτοῦ πρὸς ἐπάλξεις χρηστότητος, καὶ μετανοίας πρὸς ὕψος πνευματικόν, δυσθεώρητον πανόσιε.

Ὁσίου Σάββα τὴν Λαύραν ῥοαῖς κατήρδευσας, δακρύων σου τιμίων, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Παχώμιε πατέρων ὑπογραμμὲ καὶ ὁσίων ἑπόμενε, τοῖς τρόποις πάλαι λαμψάντων ἀσκητικοῖς, ἐν ἐρήμῳ κατορθώμασι.

Τὸν ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις ἐν Χίῳ λάμψαντα, φωτοειδῆ ἀστέρα, πολιτείας μονήρους, Παχώμιον τὸν θεῖον ἐν ἀσκηταῖς, ἀρετῆς ὑφηγήτορα, ἀνευφημήσωμεν κράζοντες· πρὸς νομὰς οὐρανῶν ἡμᾶς κατεύθυνον.

Ἵνα τὸν ῥύπον καθάρῃς ἀνόμων πράξεων, τοῦ σου προτέρου βίου, εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Σάββα, τοῦ θείου ἐν τοῖς Τόποις τοῖς ἱεροῖς, προσωρμίσθης Παχώμιε, ἐν ἡ ἐδείχθης πυξίον ὑπακοῆς, προσευχῆς καὶ ταπεινώσεως.

Περικλεῆ παρθενῶνα τῷ θείῳ ἄνακτι, Μεγάλῳ Κωνσταντίνῳ, ἐν τῇ νήσῳ τῆς Χίου, ἐδόμησας ἀρτίως μοναζουσῶν, ὡς εὐχῆς ἐργαστήριον, καὶ ἀρετῆς ἀνακτόριον εὐπρεπές, θεοφρούρητε Παχώμιε.

Τοῦ Προβατείου ἐν Χίῳ τοῦ ὀροὺς σπήλαιον, πνευματικὴν κονίστραν, τῶν ἀγώνων σου ἔχων, ἐχθρὸν τὸν ψυχοκτόνον καὶ μιαρὸν κατενίκησας Ὅσιε, καὶ στεφηφόρος ἀνῆλθες εἰς οὐρανοῦ, τὰ σκηνώματα Παχώμιε.

Ἀφιλοχρήματος πέλων τοὺς χρείαν ἔχοντας, ἠλέεις καὶ πρὸς πάντας, τῆς ἀγάπης σου πλοῦτον, ἐδίδους καθ᾿ ἑκάστην νεοφανῶν, ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, καὶ Νεκταρίου διδάσκαλε τοῦ σεπτοῦ, θεοφόρητε Παχώμιε.

Δόξα. Ἦχος πλ. β´.
Τὸν πολυτίμητον μετανοίας ἀδάμαντα καὶ σάπφειρον ἀκραιφνοῦς πολιτείας καὶ νήψεως, Παχώμιον, τὸν δομήτορα τῆς ἱερᾶς Σκήτεως τῶν Ἁγίων ἐν Χίῳ Πατέρων, ἐγκωμίων καταστέψωμεν ᾄσμασιν οὗτος γὰρ συντόνῳ ἐν σπηλαίῳ ἀσκήσει σαρκὸς μαράνας τὰ σκιρτήματα τὸν νοῦν ἐπτέρωσε πρὸς τὸν ἐτάζοντα καρδίας καὶ νεφροὺς Κύριον καὶ νῦν σὺν ἀγγέλοις ἀπολαύων ἀλήκτου ἐν πόλῳ ἀγαλλιάσεως ἐκτενῶς Χριστῷ πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Τίς μὴ μακαρίσει σε, Παναγία Παρθένε, ...

Εἴσοδος. Φῶς ἱλαρόν. Τὸ Προκείμενον τῆς ἡμέρας καὶ τὰ Ἀναγνώσματα.

Σοφίας Σειρὰχ τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κεφ. β΄. 1-11)
Τὲκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον καὶ μὴ σπεύσῃς ἐν καιρῷ ἐπαγωγῆς· κολλήθητι αὐτῷ καὶ μὴ ἀποστῇς, ἵνα αὐξηθῇς ἐπ᾿ ἐσχάτων σοῦ. Πὰν ὁ ἐὰν ἐπαχθῇ σοι, δέξαι καὶ ἐν ἀλλάγμασι ταπεινώσεώς σου μακροθύμησον, ὅτι ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως. Πίστευσον αὐτῷ καὶ ἀντιλήψεται σοῦ· εὔθυνον τὰς ὀδούς σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν. Οἷ φοβούμενοι τὸν Κύριον ἀναμείνατε τὸ ἔλεος αὐτοῦ καὶ μὴ ἐκκλίνητε, ἵνα μὴ πέσητε. Οἷ φοβούμενοι Κύριον πιστεύσατε αὐτῷ καὶ οὑ μὴ πταίσῃ ὁ μισθὸς ὑμῶν. Οἱ φοβούμενοι Κύριον ἐλπίσατε εἰς ἀγαθὰ καὶ εἰς εὐφροσύνην αἰῶνος καὶ ἐλέους. Ἐμβλέψατε εἰς ἀρχαίας γενεὰς καὶ ἴδετε· τίς ἐνεπίστευσε Κυρίῳ καὶ κατῃσχύνθη; Ἡ τίς ἐπεκαλέσατο αὐτὸν καὶ ὑπέρειδεν αὐτόν; Διότι οἰκτιρμῶν καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ ἀφίησιν ἁμαρτίας καὶ σῴζει ἐν καιρῷ θλίψεως.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κεφ. α΄. 1-10)
Ἀγαπήσατε δικαιοσύνην, οἱ κρίνοντες τὴν γῆν, φρονήσατε περὶ τοῦ Κυρίου ἐν ἀγαθότητι καὶ ἐν ἁπλότητι καρδίας, ζητήσατε αὐτὸν ὅτι εὑρίσκεται τοῖς μὴ πειράζουσιν αὐτόν, ἐμφανίζεται δὲ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ. Σκολιοὶ γὰρ λογισμοὶ χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ, δοκιμαζομένη τε ἡ δύναμις ἐλέγχει ἄφρονας. Ὅτι εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι καταχρέῳ ἁμαρτίας· ἅγιον γὰρ πνεῦμα παιδείας φεύξεται δόλον, καὶ ἀπαναστήσεται ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων καὶ ἐλεγχθήσεται ἐπελθούσης ἀδικίας. Φιλάνθρωπον γὰρ πνεῦμα σοφίας καὶ οὐκ ἀθῳώσει βλάσφημον ἀπὸ χειλέων αὐτοῦ· ὅτι τῶν νεφρῶν αὐτοῦ μάρτυς ὁ Θεός, καὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐπίσκοπος ἀληθής, καὶ τῆς γλώσσης ἀκουστήςοτι πνεῦμα Κυρίου πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ συνέχον τὰ πάντα γνῶσιν ἔχει φωνῆς. Διὰ τοῦτο φθεγγόμενος ἄδικα οὐδεὶς μὴ παροδεύσῃ αὐτὸν ἐλέγχουσα ἡ δίκη. Ἐν γὰρ διαβουλίοις ἀσεβοῦς ἐξέτασις ἔσται, λόγων δὲ αὐτοῦ ἀκοὴ πρὸς Κύριον ἥξει εἰς ἔλεγχον ἀνομημάτων αὐτοῦ, ὅτι οὓς ζηλώσεως ἀκροᾶται τὰ πάντα καὶ θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα. (γ΄. 1-9).
Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ᾿ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι, καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη, καὶ κρατήσουσι λαῶν, καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτόν, συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ· ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΙΤΗΝ. Ἰδιόμελα. Ἦχος α΄.
Δεῦτε, μονοτρόπων καὶ μιγάδων τὰ συστήματα, τὴν μνήμην ἄγοντες τοῦ θεόφρονος Παχωμίου, δόξαν πέμψωμεν τῷ ἐν Τριάδι προσκυνουμένῳ Θεῷ ἡμῶν, οὗτος γὰρ βιαστὴς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὑπάρχων, ὑπερφυεῖς ἀγῶνας ἐτέλεσε καὶ τὰς πολυπλόκους παγίδας τοῦ πολεμήτορος συνέτριψε· καὶ νῦν σὺν Χριστῷ ἐν οὐρανίαις μοναῖς ἀγαλλόμενος, πρεσβεύει ἀπαύστως διδόναι εἰρήνην καὶ κατ᾿ ἄμφω ὑγίειαν τοῖς αὐτὸν τιμῶσιν ἀστασίαστον.

Ἦχος β΄.
Ἀποπλύνας τὸν τῆς νεότητος ῥύπον , τὴν ἀρετὴν ἐπιμελῶς ἤσκησας, καὶ ἀκλινῶς τηρήσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, δοχεῖον διαυγὲς τοῦ Παρακλήτου γέγονας Παχώμιε· καθαγιάσας οὖν τὴν Χῖον τοῖς ἀπαύστοις σοῦ πόνοις, ἀνῆλθες εἰς πόλον δόξης, ἔνθα Χριστῷ πρεσβεύεις ἀξιώσαι καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐκθύμως τιμῶντάς σε τῆς ἀγήρω μακαριότητος.

Ἦχος γ΄.
Τὸν τῆς Ἐλάτης γόνος τὸν τιμαλφέστατον, καὶ τῆς Χίου βλάστημα τὸ ἡδύπνοον, Παχώμιον τὸν νέον, θεοπρεπῶς μακαρίσωμεν, οὗτος γὰρ ἐκ νεότητος τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου αἴρων ἐπωμάδιον, ἐν προσευχῇ, νηστείᾳ καὶ μετανοίᾳ τὸν βίον διῆλθεν, ὁσίως οὖν πολιτευσάμενος,
καὶ διαπρέψας ἐν ἀγαθοεργίαις τῆς ἀλήκτου χαρᾶς ἠξιώθη, ἔνθα πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἦχος δ΄.
Τῶν ἁγίων Πατέρων τὸ ἔρημον σπήλαιον· κονίστραν πνευματικῶν ἀγώνων ἀνέδειξας, ὡς καὶ οἱ πρὸ σοῦ τῆς Νέας Μονῆς θεοφόροι δομήτορες, Παχώμιε τρισμακάριστε· καταπαλαίσας οὖν ἐν αὐτῷ τὸν πολυμήχανον δράκοντα, καὶ αὐτὸ ἁγιάσας τοῖς τῶν δακρύων σου χεύμασι, μετέστης πρὸς τὴν ὄντως ζωήν, πρεσβευτὴς ἡμῶν γενόμενος θερμότατος.

Δόξα. Ἦχος ὁ αὐτός.
Τὴν στρατευομένην Ἐκκλησίαν κατέλιπες Παχώμιε, ἐν τῷ ἱερῷ παρθενῶνι τῶν ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, οὗ δομήτωρ πέφηνας ἱερώτατος· μεταστὰς οὖν πρὸς τὴν θριαμβεύουσαν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν, οὐρανόθεν ἐπευλογεῖς, οὑ μόνον μοναζουσῶν τὴν ὁμήγυριν,
ἄλλα καὶ πάντας τοὺς γεραίροντας ἐν ὕμνοις τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Ἐκ παντοίων κινδύνων τοὺς δούλους σου φύλαττε...

Εἰς τὸν Στίχον. Προσόμοια. Ἦχος πλ. α΄. Χαίροις ἀσκητικῶν.
Χαίροις, ὁ τῆς Ἐλάτης βλαστός, τῆς νήσου Χίου τὸ περίβλεπτον καύχημα, τὸ βάθρον τῆς μετανοίας, νεοφανὲς ἀρετῆς, σέλας καταφαίνων ἁμαρύγμασιν, ἐνθέων ἀγώνων σου πάσῃ κτίσει, Παχώμιε, καὶ καταυγάζων, διδαχῶν σου πυρσεύμασι, τὰ συντάγματα, μονοτρόπων σεμνείων σου, ἅπερ χερσί σου ἤγειρας τιμίαις ἐν ἔτεσιν, ἐσχάτοις πρὸς τοῦ Κυρίου αἶνον τῆς δόξης ἀσίγητον, καὶ πρὸς μονοτρόπων καθοδήγησιν, πρὸς δόμους εὐκλείας κρείττονος.

Στίχος: Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ.
Χαίροις, ὁ πάντα κόσμου τερπνά· σκύβαλα, κόνιν καὶ σποδὸν λογισάμενος, καὶ ὄμματα ἐστραμμένα σχὼν διαρκῶς τῆς ψυχῆς, πρὸς τὴν ἄνω πόλιν τὴν οὐράνιον, Παχώμιε Ὅσιε, νήσου Χίου θησαύρισμα,
ἠγιασμενου, Σάββα Λαύρας καλλώπισμα, καὶ περίδοξον, μονοτρόπων κειμήλιον, πρέσβευε τῷ Παντάνακτι, διδόναι μετάνοιαν καὶ ὀφλημάτων τὴν λύσιν ἡμῖν τοῖς ὕμνοις ἑκάστοτε, σὴν πάμφωτον μνήμην ἐκτελούσι γηθοσύνως, πνευματοφόρητε.




Στίχος: Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον.
Χαίροις, ὁ δι᾿ ἀγώνων μακρῶν, τῶν ἐμπταισμένων ἀποπλύνας τὸν βόρβορον, ἐν ἔτεσι τοῖς ἐσχάτοις καὶ εἰς Χριστοῦ εἰσελθών, τὸν λαμπρὸν νυμφῶνα καὶ ὑπερφωτον, στολὴν φέρων πάνσεμνον, ἐγκρατείας καὶ νήψεως, ἀζύγων κλέος, θεοφόρε Παχώμιε, ὁσιότητος ,καὶ χρηστότητος τέμενος· σὺ γὰρ δομήτωρ πέφηνας μονῶν ἐνθεώτατος, ἐν αἷς ἀνδρῶν καὶ γυναίων χοροὶ δοξάζουσι, Κύριον καὶ σοῦ τοὺς ἀγῶνας τοὺς τιμίους ἀνυμνούσιν ᾠδαῖς καὶ ᾄσμασι.

Δόξα. Ἦχος πλ. δ΄.
Τὸν νεόφωτον τῶν ἀσκητῶν τῆς Χίου φωστῆρα, τὸ κάλλιστον θρέμμα τῆς νήσου ταύτης, καὶ τὴν μελίῤῥυτον φιλανθρωπίας σάλπιγγα, Παχώμιον τὸν Ὅσιον, μέλψωμεν κράζοντες· χαῖρε, τῶν εὐσεβῶν ὁ λαμπρὸς μαργαρίτης, δικαίων θεῖον ὡράϊσμα καὶ ἀρετῆς ἀκροθίνιον, χαῖρε, πρακτικὴς ἐραστὴς σοφίας, ταμιοῦχε τῆς χάριτος καὶ μονοτρόπων ἑξάνθισμα ἥδιστον, χαῖρε χελιδόφωνε ἀγάπης λύρα, ἀσφαλὲς πιστῶν ὀδοδείκτα καὶ ἐρήμου φοῖνιξ ὑψίκομε, μὴ παύσῃ οὖν ὑψόθεν ἐποπτεύων τοὺς ἐκζητοῦντας τὰς θερμάς σου πρὸς Κύριον πρεσβείας, καὶ μεγαλύνοντας τοὺς καμάτους σου ψαλμοῖς θεοτερπέσι καὶ θείοις μελίσμασι.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Δέσποινα, πρόσδεξαι...

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς τὸν διδάσκαλον καὶ χρηστότητος, ἀζύγων θεῖον ἀλείπτην πρὸς σωτηρίαν λαμπρῶς ὡς νεόφωτον τῆς Χίου ἄστρον μέλψωμεν ὕμνοις, Παχώμιον, φαιδροῖς ἐκβοῶντες μυστικῶς· μυράλειπτρον εὐσεβείας τῇ εὐωδίᾳ εὐχῶν σου, χοροὺς προσφύγων σου κατεύφρανον.
Ἕτερον ὅμοιον.
Τοῦ σπηλαίου Ἁγίων Πατέρων ἔνοικον, ἐν Προβατείῳ τῆς Χίου ὄρει καὶ πάλαι κλεινῶν ἀσκητῶν, καμάτων ἄρτι τὸν ὁμόζηλον, θεῖον Παχώμιον, εὐχῆς ὡς σοφὸν ὑφηγητὴν καὶ πρύτανιν μετανοίας ἐγκωμιάσωμεν πόθῳ, αὐτοῦ πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.
Ἕτερον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, τὴν Χίον ἡγίασας ἱδρώτων ἀσκητικῶν, Παχώμιε, ῥείθροις σου· βίῳ γὰρ ἐναρέτῳ θεωθεὶς ἐποπτεύεις, ἄνωθεν ὑμνηπόλων εὐλαβῶν σοῦ χορείας, καὶ ἅπασι βραβεύεις ἰσχύν, ῥῶσιν καὶ δύναμιν.
Θεοτοκίον.
Τὸ ἀπ᾿ αἰῶνος ἀπόκρυφον...

Ἀπόλυσις.

ΕΝ ΤΩ ΟΡΘΡΩ
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ἦχος α´. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Ποθήσας τῷ Χριστῷ, καὶ Σωτῆρι συνείναι, ἀπαύστως τὰ ῥευστὰ ἐγκατέλιπες πάντα, τρισμάκαρ Παχώμιε, νήσου Χίου ὡράϊσμα· ὅθεν ἤσκησας, ὑπερφυῶς ἐν ἐσχάτοις χρόνοις, ὅσιε, ἀναδειχθεὶς τῶν πατέρων τῶν πάλαι ὁμόζηλος.
Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Πρεσβείαις τοῦ σεπτοῦ, Παχωμίου Παρθένε, ἀπέλασον ἡμῶν τῶν πταισμάτων ὁμίχλην, καὶ ἧμαρ ἀνάτειλον σωτηρίας τοῖς δούλοις σου,
τοῖς ὑμνοῦσί σε, ὡς ἀῤῥαγῆ προστασίαν καὶ βοήθειαν καὶ ἐν κινδύνοις ὀξεῖαν, ἀντίληψιν Πάναγνε.

Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν Κάθισμα. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν βλαστὸν νήσου Χίου σοφὸν Παχώμιον, ὥσπερ ἐπίβουλον σάρκα τὴν φθειρομένην αὐτοῦ, τὸν μισήσαντα καὶ πνεῦμα τὸν πτερώσαντα, πρὸς τὸν Θεὸν ἀσκητικῇ ἀγωγῇ ἐν τοῖς καιροῖς, τιμήσωμεν τοῖς ἐσχάτοις, καὶ γὰρ πρεσβεύει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Τὸν ὀργίλον καὶ φαῦλον Παρθένε δοῦλόν σου, ἐκ τῶν παθῶν σαῖς πρεσβείαις, πρὸς τὸν σεπτόν σου Υἱόν, ἀπολύτρωσαι καὶ τάχιστα ἀπόστρεψαι, ἐκ τοῦ οἰκέτου σου ἁγνή, τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν
τὸν δίκαιον σῇ δυνάμει, Αὐτοῦ, ὡς ἂν ἐκβοῶ σοι· Χαῖρε, παθῶν μου ἀπολύτρωσις.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον Κάθισμα. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Ἀζύγων σέμνωμα ἐγκωμιάσωμεν, τῆς Χίου βλάστημα τὸ εὐωδέστατον, καὶ Λαύρας ἄνθος εὐθαλὲς τοῦ Σάββα τοῦ θεοφόρου, ὅτι τοῖς παλαίσμασι τοῖς αὐτοῦ ἄρτι ἥδυνε, μοναστῶν τὸν σύλλογον καὶ μιγάδων ὁμήγυριν, κραυγάζοντες φωναῖς ἠδυφθόγγοις· Χαίροις, Παχώμιε τρισμάκαρ.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Τὴν σκοτισθεῖσάν μου ψυχὴν καταύγασον, φωτὶ τῆς χάριτος τοῦ θείου Τόκου σου, ἁγνὴ Παρθένε Μαριάμ, ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων, καὶ ἀχλὺν ἀπέλασον, τῶν ἀπείρων πταισμάτων μου, ὅπως εὔρῳ ἔλεος, ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς Κρίσεως, καὶ πόθῳ ἀσιγήτως βοῶ σοι· Χαῖρε, ἡ Κεχαριτωμένη.






Τὸ α΄ Ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἦχου.
Προκείμενον: Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ...
Στίχος: Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον...
Εὐαγγέλιον Ὀσιακὸν (Λουκ. στ΄, 17-23): Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ... (Ζήτει τῇ Παρασκευὴ τῆς Β΄ Ἑβδομάδος.)
Ὁ Ν΄ Ψαλμός.
Δόξα: Ταῖς τοῦ Σοῦ Ὁσίου, πρεσβείαις, Ἐλεῆμον...
Καὶ νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείας, Ἐλεῆμον...
Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. β. Στ.: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με...
Τὴν ἀρετὴν ὑφηγούμενος πᾶσι, καὶ τῆς ἠθικῆς τοὺς κανόνας διδάσκων, μοναστῶν ποδηγέτης ἀπλανέστατος ἐχρημάτισας, θεοφόρε Παχώμιε, διὸ καὶ μάνδρας ἠξιώθης δομῆσαι θείας, καὶ Χίον ἁγιάσαι τοῖς ῥεύμασι, τῶν δακρύων σου ἐν τοῖς ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, διδάσκαλε Νεκταρίου ὁσίου θεόσοφε.
Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου....

Εἶτα ὁ Κανὼν τῆς Θεοτόκου, καὶ τοῦ Ὁσίου, οὗ ἡ Ἀκροστιχίς: Παχώμιον, τῆς Χίου νέον ἀσκητήν, μέλπω. Χ.
ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Παχωμιον νέον ἐν ἀσκηταῖς, τῆς Χίου ἀκτῖσι καταυγάσαντα νοηταῖς, στερεῶν παλαισμάτων, μελιῤῥύτοις ᾠδαῖς ἀξίως, πιστοὶ καταστέψωμεν.
Ἀστὴρ μετανοίας φωτολάμπης, ὄφθεις τῶν δακρύων ἀειῤῥύτοις σου ἐκροαῖς, ἀπέπλυνας φόνου, ἀκουσίου Ἄγαρ, υἱοῦ ῥύπον μάκαρ Παχώμιε.
Χαρίεις προσῆλθες εἰς τὴν μονήν, τοῦ Σάββα τοῦ θείου προσκυνήσας τὸν Γολγοθάν, καὶ Τάφον Χριστοῦ τὸν ζωηφόρον, ἵνα ὁσίων βαδίσῃς τὰ βήματα.
Θεοτοκίον.
Ὡς πάντων ὑπάρχουσα βοηθός, ἐν βίου ταῖς δίναις, μὴ ἐάσῃς με Μαριάμ, γενέσθαι ἐχθροῦ τοῦ μισοκάλου, καὶ παμβεβήλου δεινὸν ὑποχείριον.

ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Μονοτρόπων τοῖς δήμοις ἐπιποθῶν Ὅσιε, προσχωρήσαι σοῦ τῆς ἐρώσης πάλαι νεάνιδος, προτάσεις τὰς θελκτικάς, ἐν πλῷ πρὸς Τόπους ἁγίους, εὐσθενὲς Παχώμιε, τάχος ἀπέῤῥιψας.
Ἱλαρᾷ τῇ καρδίᾳ τοῦ τῆς μονῆς Ὅσιε, προεστῶτος λόγοις ὑπείκων ὤφθης Παχώμιε, ἠδυτερπὴς ῥοδεών, ὑπακοῆς κατευφραίνων, μοναστῶν τὸν σύλλογον, σὲ τὸν δεξάμενον.
Ὁδηγὸν ἔχων Σάββαν, πνευματικὸν ἄριστον, πρὸς τὴν ἀρετὴν τοὺς κανόνας βίου τοῦ κρείττονος, ὡς φοιτητὴς εὐπειθής, καὶ ταπεινὸς ἐδιδάχθης, Ὅσιε Παχώμιε, γέρας συνέσεως.
Θεοτοκίον.
Νὺξ παθῶν μὲ συνέχει καὶ χαλεπὴ ζόφωσις, σὸν φιλαμαρτήμονα δοῦλον, οἴμοι, Πανάχραντε· ἀλλὰ θαῤῥῶν σοι βοῶ· τῆς χάριτός σου ἀκτῖσι, σκέδασον σκοτόμαιναν τῆς ἁμαρτίας μου.

Κάθισμα. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Νουθετῶν ἀσκούμενος, ὑποπιάζων, τὸ σὸν σῶμα ὅσιε, σκληραγωγίᾳ παντελεῖ, καὶ ἀσιγήτως εὐχόμενος, κανὼν ἐπώφθης, ἀζύγων Παχώμιε.
Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Τὸν Θεὸν καὶ Κύριον, ἐκδυσωπούσα, ὑπὲρ πάντων Δέσποινα, μὴ διαλίπῃς ἐκτενῶς, τῶν ἐκβοώντων ἑκάστοτε· Χαῖρε Μαρία, βροτῶν παραμύθιον.

ᾨδὴ δ´. Εἰσακήκοα, Κύριε.
Τῆς ἐρήμου, Παχώμιε, καύχημα γενόμενος καὶ τὸν ἄνθρωπον, ἁμαρτίας ἐκδυσάμενος, ἐνεδύσω νέον τὸν φιλόθεον.
Ἡσυχάζων Παχώμιε, ἐν τινι σπηλαίῳ ψυχρῷ ἐμάρανας, τῆς σαρκὸς ὁρμᾷς καὶ ἤνθησας, ῥόδα μυροβόλα βίου κρείττονος.
Σῶμα πάτερ παρέδωκας, τὸ φθαρτὸν εἰς ἄμετρον κακοπάθειαν, ἵνα πνεύματος Παχώμιε, ἐμπλησθῇς σαφῶς τοῦ αἰωνίζοντος.
Θεοτοκίον.
Χαλεπῶν νόσων λύτρωσαι, τοὺς ἐπιζητοῦντας τὴν σὴν ἀντίληψιν, ἰατρεῖον κόσμου ἄμισθον, Κεχαριτωμένη Θεονύμφευτε.

ᾨδή ε´. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἴσχυσας ἐχθροῦ, μηχανὰς παννύχοις στάσεσι, ταῖς ἀόκνοις σου πατῆσαι ἀσκητά, τοῦ ἀπαύστως πολεμοῦντός σε Παχώμιε.
Ὅρμον γαληνόν, ἐν τῇ Χίῳ εὗρες σπήλαιον, τῶν Πατέρων Προβατείῳ ἐν βουνῷ, ὁ κονίστραν ἔσχες πόνων σου, Παχώμιε.
Ὕψος νοητόν, ἀρετῆς νηστείας νήψεως, ταπεινώσεως ἀσκήσει σου στεῤῥᾷ, καὶ χρηστότητος κατέλαβες, Παχώμιε.
Θεοτοκίον.
Νέκρωσον σαρκός, τῆς ἡμῶν Ἁγνή, τὸ φρόνημα, καὶ πρὸς αἶνον τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, ἀδιάλειπτον ἡμῶν τὸ πνεῦμα ζώωσον.

ᾨδὴ στ´. Τὴν δέησιν.
Ἐνάρετον, πολιτείαν ὅσιε, ἐν τῇ Χίῳ ἀγὼν ἄρτι ἐδείχθης, ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως σέλας, καὶ λαμπηδὼν παμφαὴς ἐγρηγόρσεως, διό σου πάντες μυστικῶς, ἀνυμνοῦμεν τὴν μνήμην Παχώμιε.
Ὁλόφωτον, προσευχῆς παλάτιον, καταδείξας τὸ σὸν σπήλαιον χάριν, εἴληφας ἄφθονον πάτερ θεόθεν, γιγνώσκειν πάντων ψυχῶν τὰ ἐνδοτέρα, Παχώμιε θαυματουργέ, καὶ τὰ πόῤῥῳ συμβάντα ὡς ἔγγιστα.
Νοῦν ἄκακον, καὶ πραΰν κτησάμενος, δι’ ἀσκήσεως συντόνου παμμάκαρ, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς ἐθεώθης, ἐγκρατευτὰ ἱερὲ κατὰ μέθεξιν, καὶ θείας χάριτος φωτί, τὴν ὁμίχλην θυμοῦ διεσκέδασας.
Θεοτοκίον.
Ἀπείρανδρε, Θεοτόκε Δέσποινα, τελειώσεως ἡμῖν δεῖξον τρίβους, ἵνα Υἱοῦ σου τοῖς ἴχνεσι πόθῳ, ἀκολουθοῦντες σαφῶς καταντήσωμεν, εἰς οὐρανίου χαρμονῆς, δυσαντίβλεπτον ὕψος, Πανάχραντε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἐν τῇ Χίῳ ἄρτι λάμψαντα ὡς ἥλιον, βολαῖς νηστείας ἀκτησίας καὶ χρηστότητος, ἀσκητὴν ἀνευφημήσωμεν ὡς φωσφόρον, μονοτρόπων τὸν αὐγάσαντα συστήματα, ἀρεταῖς θεοειδέσιν ὕμνοις πρέπουσι, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, πάτερ Παχώμιε.
Ὁ Οἶκος.
Ἄϋλον πολιτείαν ἐπιδείξας τῆς Χίου, Παχώμιε ἡγίασας νῆσον, καὶ δομήσας μονὰς ἱερά,ς ἐν αὐτῇ ἀπῆλθες πρὸς Χριστόν, ὅσιε, τὸν σὲ ἐνδυναμώσαντα· διό σοι ἐκβοῶμεν πόθῳ·
Χαῖρε, περίδοξος γόνος Χίου·
χαῖρε, ἡδύοσμος Παρακλήτου.
Χαῖρε, ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου ἐφαμιλλος·
χαῖρε πρακτικῶν παλαισμάτων ὁ ἄριστος.
Χαῖρε, ὅτι ἐτραυμάτισας τὸν ἀρχέκακον ἐχθρόν·
χαῖρε, ὅτι λόγοις ἔθρεψας τοῖς σοῖς Χίου τὸν λαόν.
Χαῖρε, τῆς ἡσυχίας ἐραστὴς φλογοφόρος·
χαῖρε, τῆς ἀπαθείας γαληνότατος ὅρμος.
Χαῖρε πυρσός, Χριστοῦ ἀγαπήσεως·
χαῖρε φανός, σοφίας καὶ νήψεως.
Χαῖρε, μονῆς θείου Σάββα χρυσίον·
χαῖρε, ζωῆς ἐν Χριστῷ ἐκμαγεῖον.
Χαίροις, μάκαρ Παχώμιε.



Συναξάριον.
Τῇ ΙΔ´ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Παχωμίου, τοῦ ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις διαλάμψαντος ἐν Χίῳ.
Στίχοι:
Ὡς ἄλλος υψίκομος φοῖνιξ ἐν Χίῳ,
ἤνθησεν ἄρτι Παχώμιος ὁ νέος.
Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Παχώμιος ἐγεννήθη ἐν Ἐλάτῃ τῆς νήσου Χίου τῷ 1840 ἐκ γονέων πτωχῶν μὲν εἰς ὑλικὸν πλοῦτον, πλουσίων ὅμως εἰς πίστιν καὶ εὐσέβειαν. Μὴ τυχῶν παιδείας τῆς θύραθεν διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν αὐτοῦ γονέων, ἐνωρὶς κατέφυγεν εἰς τὴν πάλαι κλεινὴν Βασιλεύουσαν δι᾿ ἐξεύρεσιν ἐργασίας. Αὐτόθι περιφερόμενος ἀνὰ τὰς ῥύμας ἐπώλει τοὺς τῆς λεμονέας καρποὺς καὶ ἐκέρδιζε τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαία. Ἐλθών, ὅμως, μίαν τῶν ἡμερῶν εἰς ἀντιπαράθεσιν μετὰ τίνος Ἀγαρηνοῦ καὶ ἐν ἀμύνῃ εὑρισκόμενος ἐφόνευσεν αὐτόν. Πολλὰ ἐκ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ὑπέμεινε βασανιστήρια καὶ ἐνεκλείσθη εἰς φυλακήν, ἔνθα ἀδιακόπως ηὔχετο πρὸς Κύριον ὑποσχόμενος αὐτῷ καὶ τῇ Κυρίᾳ Θεοτόκῳ τὴν ὁλικὴν αὐτοῖς ἀφιέρωσιν. Ἀξιωθεὶς ὅθεν οὑ μόνον ἐκφυγεῖν τῆς θανατικὴς καταδίκης, ἀλλὰ καὶ δραπετεῦσαι ἐκ τῆς φυλακῆς, ἴθυνε τὰ διαβήματα αὐτοῦ εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἔνθα προσκυνήσας τὸν Φρικτὸν Γολγοθὰν καὶ τὸν Πανάγιον Τάφον, ὑπετάχθη τῇ μονῇ τοῦ Ὁσίου Σάββα. Ἐν αὐτῇ πρότυπον γενόμενος ὑπακοῆς τὴν κλίμακα ἀνήρχετο τῶν ἀρετῶν ἑαυτὸν σκληραγωγῶν καὶ καταστέλλων πᾶσαν σαρκὸς ἐπιθυμίαν. Λαβὼν τὸ μέγα ἀγγελικὸν σχῆμα, θεία βουλήσει καὶ εὐλογία τοῦ αὐτοῦ Γέροντος, ἦλθεν εἰς Χῖον, ἔνθα ἠσκήτευσεν ἐν τῷ σπηλαίῳ τῶν τριῶν ὁσίων Πατέρων, τῶν κτιτόρων τῆς Νέας Μονῆς, παρὰ τὸ Προβάτειον ὅρος.
Ἐν τῇ εὐλογημένη αὐτοῦ πατρῷα νήσῳ, διὰ τῶν νυχθημέρων αὐτοῦ ἀσκητικῶν καμάτων ἤρθη εἰς ὕψος ἀρετῆς δυσαντίβλεπτον, ἐφάμιλλος γενόμενος τῶν πάλαι τῆς ἐρήμου ὁσίων καὶ ἰθύντωρ ἀπλανέστατος ψυχῶν πρὸς σωτηρίαν. Ἠξιώθη δομῆσαι οὑ μόνον τὴν ἱερὰν Σκήτην τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔνθα πλῆθος συνέλεξε μονοτρόπων ποθούντων τὴν θέωσιν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἱερὸν παρθενῶνα τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ
Ἑλένης, ὡς καὶ τὸν περικαλλῆ ναὸν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ Ἐλάτῃ.
Τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα τελέσας καὶ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τηρήσας ἀνόθευτον ὁ διορατικὸς καὶ προορατικὸς Γέρων ἐκοιμήθη τὸν ὕπνον τῶν δικαίων ἐν τῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ δομηθέντι παρθενῶνι τῇ 14ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ 1905. Ἐτάφη εἰς τὴν ἱερὰν Σκήτην τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔνθα ὁ τάφος αὐτοῦ καὶ ἡ θήκη τῶν χαριτοβρύτων αὐτοῦ λειψάνων ὡς χείμαῤῥοι ἀστείρευτοι παρέχουσι τοῖς πιστοῖς τὰ ἰάματα. Αἱ πνευματικαὶ αὐτοῦ νουθεσίαι, οἱ συμβουλευτικοὶ κανόνες καὶ τὸ τυπικὸν τῆς μονῆς αὐτοῦ δεικνύασι πᾶσι τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ τελειότητα, δι᾿ ἧς ἠξιώθη σκεῦος γενέσθαι τοῦ Παρακλήτου διαυγέστατον.


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Ναζαρίου, Γερβασίου, Προτασίου καὶ Κελσίου.
Στίχοι.
Τὸν Ναζάριον καὶ συνάθλους τρεῖς ἅμα,Θεῷ προσῆξε Ναζαρηνῷ τὸ ξίφος.
Οὗτοι ἤθλησαν ἐν Ῥώμῃ, μετὰ τὴν τελείωσιν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἐπὶ Νέρωνος τοῦ βασιλέως, παρὰ Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου ὁδηγηθέντες πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Ἐν δὲ τῷ εἰκοστῷ ἔτει τῆς ἡλικίας αὑτοῦ, ὁ ἅγιος Ναζάριος, διὰ τῶν πόλεων τῆς Ἰταλίας διερχόμενος καὶ κηρύσσων, πολλοὺς πρὸς τὴν πίστιν ἐχειραγώγησε. Διὰ δὲ χρόνων δέκα, κατήντησεν εἰς τὴν πόλιν Πλακεντίαν, ἔνθα κατέλαβε τοὺς ἁγίους Προτάσιον καὶ Γερβάσιον, βεβλημένους ἐν φυλακῇ ὑπὸ Ἀνουλίου ἄρχοντος· κἀκεῖ κηρύττων, ἐξωθεῖται τῆς πόλεως· καὶ ἐλθὼν εἰς πόλιν λεγομένην Κίμελιν, προσλαμβάνεται τὸν ἅγιον Κέλσιον, τριετῆ ὄντα παῖδα, καὶ αὐτίκα παρὰ Δεινοβίου φρουρεῖται. Εἶτα ἐκεῖθεν ἀπολυθείς, ἔρχεται μετὰ Κελσίου εἰς τὰς πόλεις Τιβερίου, εὐαγγελιζόμενος· καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ Νέρωνος, δεσμεῖται καὶ θηρίοις ἐκδίδοται. Περισωθεὶς δέ, πάλιν καταλαμβάνει τὴν Μεδιόλανον καὶ εὑρίσκει ἐν τῇ εἱρκτῇ περιόντας τοὺς ἁγίους Γερβάσιον καὶ Προτάσιον· καὶ αὖθις παραπέμπεται ἐν Ῥώμῃ παρὰ Ἀνουλίου. Ἔνθα σωτηρίας γίνεται αἴτιος τῷ πρὸς πατρὸς αὐτοῦ πατρί· καὶ εἰς Μεδιόλανον ὑποστρέψας, τέμνεται τὴν κεφαλήν, ἅμα Γερβασίῳ, Προτασίῳ καὶ Κελσίῳ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ, Ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, τοῦ Ἁγιοπολίτου.
Στίχοι.
Ἀπῆλθε Κοσμᾶς ἔνθα πᾶσα τερπνότης,Μέλη λιπὼν τέρποντα τὴν Ἐκκλησίαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος προσλαμβάνεται, κομιδῇ νέος ὤν, παρὰ τοῦ πατρὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὡς υἱοποιητός· ὃς πλούτῳ πολλῷ κομῶν καὶ κοσμικῇ δόξῃ, προσελάβετό τινα τῶν Ἀσηκριτῶν, ἄνδρα πολυμαθῆ καὶ σοφόν, Κοσμᾶν καὶ αὐτὸν καλούμενον· ᾧ τόν τε υἱὸν αὑτοῦ Ἰωάννην καὶ Κοσμᾶν τὸν υἱοποιητὸν παραδούς, πᾶσαν σοφίαν θείαν τε καὶ ἀνθρωπίνην ἐκδιδάσκειν αὐτοὺς ἐξηκριβώσατο. Οἱ δέ, δεξιᾶς τυχόντες φύσεως, πᾶσαν ἐν βραχεῖ γραμματικήν τε καὶ φιλοσοφίαν ὑπ᾿ αὐτοῦ διδαχθέντες, ἔτι δὲ ἀστρονομίαν καὶ γεωμετρίαν ἐξασκήσαντες, ἅπασιν αἰδέσιμοι ἀνεδείχθησαν· ὃς δὲ τὴν ἐν ἅπασιν αὐτῶν τελειότητα βούλεται μαθεῖν, ἀπὸ τῶν αὐτοῖς πονηθέντων συγγραμμάτων ἀκριβῶς εἴσεται. Εἶτα εἰς τὴν Λαύραν τοῦ ἁγίου Σάββα παραγενόμενοι, τὸν Μοναδικὸν ζυγὸν ὑπέρχονται· καὶ ὁ μὲν μακάριος Ἰωάννης, Πρεσβύτερος χειροτονεῖται παρὰ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων· ὁ δὲ ἀοίδιμος Κοσμᾶς, πολλὰ παρακληθεὶς ὑπὸ πάσης τῆς Συνόδου, Ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ προχειρίζεται. Καλῶς οὖν πολιτευσάμενος καὶ τὸ ἑαυτοῦ ποίμνιον ἐπὶ νομὰς σωτηρίους ὁδηγήσας καὶ εἰς βαθὺ γῆρας ἐλάσας, ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Σιλβανοῦ.
Στίχοι.
Μετῆλθεν αὐχὴν Σιλβανοῦ τομὸν ξίφος.Κἀντεῦθεν ὤφθη Σιλβανὸς τομεὺς πλάνης.
Οὗτος ὥρμητο ἀπὸ τῆς Γαζαίων χώρας, ἀνὴρ πρᾶος, τῇ πίστει ἀκέραιος, τῆς κατὰ Γάζαν Ἐκκλησίας Πρεσβύτερος, γηραλέος τὴν ἡλικίαν. Ὅς, παραστὰς ἐπὶ τοῦ Καισαρέων δήμου, μαστίζεται πικρῶς καὶ τὰς πλευρὰς καταξαίνεται. Εἶτα ἐπὶ τῶν ἐν Ζωόροις τοῦ χαλκοῦ μετάλλων καταδικασθείς, ἐπισκοπικῆς λειτουργίας παρὰ τῶν πιστῶν ἀξιοῦται. Μετὰ δέ τινα χρόνον, διὰ τὸ βαθὺ γῆρας καὶ τὴν ἀσθένειαν ὢν τεταριχευμένος, τὴν κεφαλὴν ἀπετμήθη παρὰ τῶν εἰδωλολατρῶν.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, οἱ ἐξ Αἰγύπτου καὶ Παλαιστίνης, ξίφει τελειοῦνται.
Στίχοι.
Ἤνεγκε διπλῆ μαρτύρων εἰκὰς ξίφοςΑἴγυπτος, οὓς ἤνεγκε καὶ Παλαιστίνη.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Πέτρου τοῦ Αὐσελάμου.
Στίχοι.
Τὸ πῦρ ὑπελθὼν ἐνθέῳ ζήλῳ Πέτρος,Τὸ τῆς πλάνης πῦρ σβεννύει τῆς δυσθέου.
Οὗτος ὑπῆρχεν ἀπὸ τῶν ὁρίων Ἐλευθερουπόλεως, κώμης Ἀνέας καλουμένης, ἀνδρεῖος μὲν καὶ ἀκμάζων τὴν ψυχήν, νέος δὲ καὶ ῥωμαλέος τῷ σώματι. Πλεῖστα δὲ ἀνδρισάμενος ἐν τοῖς ὑπὲρ εὐσεβείας ἄθλοις, καὶ πάντων καταφρονήσας τῶν ἐπιγείων, ἐν τῷ ἕκτῳ ἔτει τῆς βασιλείας Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, θῦμα εὐπρόσδεκτον ἐγένετο τῷ Θεῷ, τὸν διὰ πυρὸς ἀγῶνα τελέσας.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Παρασκευῆς τῆς νέας.
Στίχοι.
Παρασκευὴν ὡς σκεῦος ἐκλελεγμένον,Χριστὸς τίθησιν ἐν ταμείῳ τοῦ πόλου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰγνατίου τοῦ Ἀγγαλιανοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Μηθύμνης, τοῦ θαυματουργοῦ.
Στίχοι.
Ἁγίων, Ἰγνάτιε, ζηλώσας βίον,Ἁγίων ἰσότιμος ἐνδίκως ὤφθης.
Τὴν καταγωγὴν ἕλκων πιθανώτατα ἐκ Βυζαντίου, ἐγεννήθη ὁ φωστὴρ οὕτος τῆς Ἐκκλησίας Ἰγνάτιος εἰς Φάραγγα τῆς Λέσβου. Ὁ πατὴρ αὐτοῦ, Μανουὴλ Ἀγαλλιανός ὀνομαζόμενος ἧν ἱερεύς, δι’ ὅ καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ τὴν ἱερωσύνην ἠγάπησεν ἐκ παιδός. Ἔφερε δὲ οὗτος τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ὅπερ διετήρησεν γενόμενος ἱερεύς, μετωνομάσθη δὲ Ἰγνάτιος ὅτε ἐγένετο Ἐπίσκοπος. Οὗτος ὁ μακάριος κτίτωρ τῆς σεβασμίας ἱερᾶς Μονῆς Λειμῶνος γενόμενος, καὶ τὴν ἑτέραν ἐν Καλλονῇ Μονὴν τῆς Μυρτιδιωτίσσης ἐν πατρώῳ χωρῷ ἱδρυμένην ἀνεκαίνισε καὶ ἐν ἀμφοτέραις θείῳ ζήλῳ πυρπολούμενος, τοὺς αἱρουμένους τῆς ἰσαγγέλου μοναχικῆς πολιτείας συνήγαγεν, τὰς δὲ Μονὰς Πατριαρχικοῖς γράμμασι εἰς τὸ διηνεκὲς κατοχυρώσατο.
Τότε δέ, καὶ τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς ἱστορικῆς καὶ παλαιφάτου ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης ἀξιοῦται ἥν καὶ ἐποίμανε θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως τέτταρσιν ἔτεσιν. Οἷον δὲ ἄμεπτον βίον καὶ πολιτείαν ἐνάρετον ἔδειξεν ἐν τῷ μοναχικῷ ἐπαγγέλματι, τοιαύτην διετράνωσε καὶ ἐπὶ τῆς ἀρχιερατικῆς αὐτοῦ διὰ τῆς πληθύος τῶν θεαρέστων πράξεων καὶ κατορθωμάτων. Ἐξαιρέτως δὲ τῇ παιδείᾳ μεγάλα προσενεγκὼν καὶ πλεῖστα ὑπὲρ αὐτῆς διαθέσας καὶ σχολὴν περιώνυμον Λειμωνιάδα ἐγκαθιδρύσας, τῆς ὑποδούλου Λέσβου ὄντως φωτιστὴς ἐγένετο.
Τοσαύτας καὶ τηλικαύτας ὑπηρεσίας τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ τῷ Ἔθνει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος προσενεγκών, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται ἔτει 1567.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῆς παραδόξου σωτηρίας τὴν ὁποίαν ἐτέλεσε ἐν τῇ Νήσῳ τῆς Χίου, ἡ Ἁγία καὶ ἔνδοξος Ὁσιομάρτυς Παρασκευὴ χαλινώσασα τὴν ὁρμὴν τῆς θαλάσσης, καὶ εἰς τὰ ὀπίσω αὐτὴν ἀποστρέψασα, ἥτις ὡς ἐφάνη ὥρμησεν ὑπὸ θεϊκῆς ὀργῆς, διὰ νὰ καταποντίσῃ τὴν χώραν ὅλην.
Κατὰ τὸ ἔτος 1442, ὅταν ἐβασίλευεν ὁ λατινόφρων Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, ὅστις ἔκαμε βιαίως τὴν ἕνωσιν εἰς τὴν Φλωρεντίαν τῆς Ἰταλίας, καὶ μετὰ ταῦτα ἐσπούδαζε νὰ τὴν στερεώσῃ εἰς κάθε τόπον, τότε ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ἔδειξεν μεγάλην ἀγανάκτησιν κατὰ τῆς νήσου ταύτης, ὥστε ὁποῦ ἐφάνη πῶς νὰ ἐβουλήθῃ νὰ τὴν καταποντίσῃ μὲ ἕνα μερικὸν κατακλυσμόν, διὰ νὰ πλύνῃ τὰς ἁμαρτίας καὶ παρανομίας τῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ τόσον πολλὰ τὸν ἐπαρώργιζον. Ἑσπέρα ἥτον ὁποῦ ἐξημέρωνεν ἡ ΙΔ΄ Ὀκτωβρίου, καὶ κάποιος ἱερομόναχος Ἀμβρόσιος, ἐπῆγε νὰ ψάλῃ κατὰ τὴν συνήθειαν τὸν ἑσπερινὸν εἰς τὴν ἐφημερίαν του ὁποῦ ἦτον ὁ ναὸς τῆς Ὀσιομάρτυρος Παρασκευῆς, ὅστις εὑρίσκεται εἰς τὸ ἀνώτερον καὶ ἀκρότατον μέρος τοῦ παλαιοκάστρου. Ὁ ἱερομόναχος ἔψαλλε τὸν ἑσπερινόν, καὶ βροχὴ ἄρχισε νὰ πίπτῃ, τόσον πολλὴ καὶ ῥαγδαία καὶ ἀδιάκοπος, ὥστε ὁποῦ δὲν ἐφαίνετο νὰ ἔπιπτε βροχή, ἀλλὰ πῶς ἐχύνοντο ποταμοί. Ὁ ἱερομόναχος, δὲν ἐδυνήθη πλέον νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ κελλίον του, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ὀργὴ θεϊκὴ εἶναι καὶ βούλεται ὁ θεὸς νὰ καταποντίσῃ τὸ νησί, ὅθεν, καὶ κυριευμένος ἀπὸ φόβον μέγαν, ἤρχισε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ παρακαλῇ τὸν φιλόψυχον Δεσπότην νὰ παύσῃ τὸν θυμόν του, καὶ νὰ μεταβάλλῃ τὴν δικαίαν του ἀγανάκτησιν εἰς οἰκτιρμοὺς καὶ ἔλεος πρὸς τὸν λαόν του, μὴν ἠξεύρων ἀκόμα, ὅτι καὶ ἠ θάλασσα εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ ὅριά της, καὶ ὥρμησε μανικὴ τὸν ἀνήφορον πρὸς τὴν ξηράν, διὰ νὰ καταποντίσῃ τὴν χώραν.
Φαίνεται δὲ καθὼς ἔδειξαν τὰ πράγματα, ὁ ἱερεῦς ἐκεῖνος ὁ καλὸς Ἀμβρόσιος, ἦτον ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, καὶ τῇ ἀληθείᾳ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἄξιος δηλαδὴ διὰ νὰ ἰδῇ μυστήρια Θεοῦ. Ὅτι, ἐκεῖ προσευχόμενος καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ ὅλην τὴν νύκτα, διὰ νὰ κοπάσῃ τὴν μεγάλην του ὀργήν, κάποιαν ὥραν ἐκατέβασε τὸ στασίδι, καὶ ἐκάθισε διὰ νὰ λάβῃ μικρὰν ἄνεσιν ἀπὸ τὸν πολὺν κόπον, καὶ καθίσας ἀφύπνωσε μικρόν. Καὶ ἰδού, τοῦ ἐφάνη ἡ στέγη τῆς Ἐκκλησίας ἀνεωγμένη, καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ ὕψος ἕνα φωτεινότατον σύννεφον, εἰς τὸ ὁποῖον μέσα εἶδε μίαν σεμνοτάτην γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε τὰς χεῖράς της ὑψηλὰ ἐκτεταμένα πρὸς τὰ Οὐράνια, μὲ σχῆμα καὶ τάξιν, πῶς προσηύχετο. Ταῦτα ἰδὼν ὁ πρεσβύτερος ἐφοβήθη, καὶ ἔτρεμεν ἡ καρδία του, καὶ ἰδού, φωνὴ ἠκούσθη πρὸς αὐτὸν λέγουσα· Ἀμβρόσιε, μὴ φοβοῦ, ἐγὼ εἶμαι ἡ Ὁσιομάρτυς Παρασκευή, σέσωσταί σου ἡ πατρίς. Ταῦτα ἰδὼν καὶ ἀκούσας ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος, ἀπετείναξεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἐκεῖνον τὸν ὀλίγον ὕπνον, μὲ δύο ἐναντιώτατα πάθη, ἤγουν μὲ φόβον καὶ χαρὰν εἰς τὴν καρδίαν του. Καὶ οὕτως ἄρχισε νὰ ψάλλῃ καὶ τὸν Ὀρθρόν του μὲ περισσοτέραν εὐλάβειαν, καὶ ἐν τοσούτῳ ἔγινεν ἡμέρα, καὶ ἰδού, ἄνθρωποι ἐλθόντες ἀπὸ τὰ κάτω μέρη, (ἤδη γὰρ καὶ ἡ βροχὴ ἐκόπασεν ὀλίγον) ἀνήγγειλαν μὲ φόβον καὶ τρόμον, ὅτι ἡ θάλασσα εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ φυσικά της ὅρια, καὶ ἔφθασεν ἕως τὴν Παναγίαν, τὴν καλουμένην Ἐλεημονίτριαν, καὶ φαίνεται πῶς ἀπηλεῖ νὰ καταποντίσῃ ὅλην τὴν χώραν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ. (Διηγοῦνται δὲ οἱ παλαιότεροι ἐξ ἀρχαίας παραδόσεως, ὅτι καὶ ἕως ἐπάνω εἰς τὸν Χριστὸν ἔφθασεν ἡ θάλασσα, καὶ μὲ ὁρμὴν μεγάλην ἀνέβαινε). Τότε, καὶ ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος ἐδιηγήθη τὸ ὅραμα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ ὁ λόγος διεδόθη κάτω εἰς τὴν χώραν, καὶ λαβόντες ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ καλὰς ἐλπίδας ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσιν τῆς Ἁγίας, ἐπρόσπεσαν εἰς τὸν Θεόν καὶ εἰς τὴν Ὁσιομάρτυρα Παρασκευήν, καὶ κάνοντες κοινὴν λιτανείαν μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας, καὶ χύνοντες θερμὰ δάκρυα, ἐξιλεωσαν τὴν θείαν ἀγανάκτησιν, διὰ τῶν εὐπροσδέκτων πρεσβειῶν τῆς Ἀθληφόρου δούλης του, καὶ οὕτως ἔπαυσεν ἡ ἀγριαίνουσα θάλασσα, καὶ ἐστράφη πάλιν εἰς τὸν πρῶτόν της τόπον καὶ ἔμεινεν ἀβλαβὴς ἡ πόλις κατὰ τὴν ἀπόφασιν τῆς Ὁσιομάρτυρος. Καὶ οὐ μόνον δὲ τὴν ἐτήσιον μνήμην τοῦ τοιούτου θαύματος οἱ τότε χριστιανοὶ ἐπαράδωκαν εἰς ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ ναὸν περικαλλῆ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας ἔκτισαν κάτω εἰς τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης διὰ νὰ κρατῇ εἰς τὸ ἑξῆς χαλινωμένην τὴν ἁγριότητα τῆς θαλάσσης. Ἐσώζετο δὲ εἰς πολλοὺς χρόνους ὕστερον ὁ ναὸς ἐκεῖνος, καὶ πολλὰ θαύματα καὶ ἰάματα ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν μέσα. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ τόπος ἐπέρασεν εἰς ἄλλην ἐξουσίαν, ἐμεταβλήθη διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ὁ θεῖος ναὸς ἐκεῖνος εἰς μιαρὸν καὶ βέβηλον ἐργαστήριον.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικολάου τοῦ ἁπλοῦ, Δουκὸς Τζερνηγοβίας τοῦ ἐν Σπηλαίῳ θαυματουργοῦ τοῦ Ῥώσσου.
Ταῖς τῶν Ἁγίων σου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ᾨδὴ ζ´. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Συμπονῶν πενομένοις καὶ συμπάσχων νοσοῦσι δεινῶς Παχώμιε, ἀγάπης τοῦ πλησίον ἐδείχθης μυροθήκη, καὶ κατηύφρανας ἅπαντας, τοὺς καθορῶντας τῆς σῆς, καρδίας πλοῦτον μέγαν.
Κυβερνήτης ἐν Χίῳ πεφηνὼς παρθενῶνος σοφὲ Παχώμιε, τοῦ θείου Κωνσταντίνου, κατηύθυνας χορείας ἀπλανῶς πρὸς τελείωσιν, μοναζουσῶν ἐν αὐτῷ καὶ θεϊκὸν λιμένα.
Ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις δαψιλῶς τοῦ ἁγίου σὲ ἐπεσκίασε, καὶ ἔδειξεν ἐν Χίῳ συνέσεως πυξίδα καὶ ταμεῖον Παχώμιε, παντοειδῶν ἀρετῶν, καὶ εὐσεβείας ἔργων.
Θεοτοκίον.
Τῆς ἡμῶν σωτηρίας θεοδόξαστε Κόρη ὑπάρχεις πρόξενος, κυήσασα ἐν μήτρᾳ τῇ σῇ ὑπεραφθόρῳ τὸν λυτρούμενον ἅπαντας, ἐκ τῶν δεσμῶν τῆς φθορᾶς, Χριστὸν τὸν Ζωοδότην.

ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
Ἡμῶν ὑπάρχεις, τῶν ἐκτελούντων σὴν μνήμην, τὴν ἁγίαν Παχώμιε τύπος, ἀκριβῆς καὶ γνώμων, εὐθὺς τῆς εὐσεβείας.
Νηστείας στῦλε, καὶ μετανοίας τειχίον, ὑψηλὸν τοὺς ἐν Χίῳ ἀπαύστως, εὐσεβεῖς στηρίζεις ἐν πίστει τῇ ἁγίᾳ.
Μονήρους βίου, φωτολαμπὴς μαργαρίτης, καὶ ἀδάμας στεῤῥὸς ἐγκρατείας, ὤφθης ἐπ᾿ ἐσχάτων, Παχώμιε τρισμάκαρ.
Θεοτοκίον.
Ἐλέους στάξον, ἐμοὶ ῥανίδας Παρθένε, τοῦ Υἱοῦ σου καὶ πίανον γαῖαν, τῆς ἐμῆς ἀνίκμου, καρδίας ἀνακράζω.

ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Λειμὼν χρηστοηθείας, καὶ θεοσοφίας, ἡδυτερπὴς κῆπος πάτερ Παχώμιε, ἀναδειχθεὶς εὐσεβούντων χοροὺς κατηύφρανας.
Πρὸς δόμους ἀφθαρσίας, ὅσιε ἀπῆλθες, καταλιπὼν τὸ σὸν πάντιμον σκήνωμα, ἡμῖν τοῖς πόνους γεραίρουσι σοὺς Παχώμιε.
Ὡράϊσμα πατέρων, νήσου Χίου νέων, καὶ στηλογράφημα ἔμπνουν ἀσκήσεως, σὲ καταστέφομεν ὕμνοις λαμπροῖς Παχώμιε.
Θεοτοκίον.
Χειμάῤῥους συμπαθείας, Κεχαριτωμένη, μὴ διαλίπῃς καρδίας ἀρδεύουσα, κεχερσωμένας σῶν δούλων, νῦν προσφευγόντων σοι.



Ἐξαποστειλάριον. Ὁ οὐρανὸν τοῖς ἄστροις.
Καταυγασθεὶς θείῳ φέγγει, ἁμαρτιῶν νεανικῶν, ἀχλὺν ἐσκέδασας πάτερ, καὶ τῆς ἀσκήσεως στενήν, ὁδὸν διήνυσας χαίρων, ἄρτι Παχώμιε μάκαρ.
Θεοτοκίον.
Νεαμονίτισσα Μῆτερ, τοῦ Παχωμίου προσευχαῖς, εἷς τὸ Προβάτειον ὅρος, τοῦ ἐνασκήσαντος λαμπρῶς, τῆς οὐρανῶν βασιλείας, ἀξίωσόν με σὸν δοῦλον.

Εἰς τοὺς Αἴνους. Ἦχος πλ. δ´. Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος!
Πάτερ ἱερὲ Παχώμιε, ἀσκητικῆς ἀγωγῆς, ἐν ἐσχάτοις τοῖς ἔτεσιν ὤφθης ἄνθος εὔοσμον καὶ μυρίπνουν ὀσφράδιον, σκληραγωγίας καὶ ταπεινώσεως· διό σου πάντες τὴν μνήμην σέβοντες, τὴν πανακήρατον,
δόξης αἶνον πέμπομεν τῷ Λυτρωτῇ, καὶ Θεῷ τοῦ σύμπαντος, τῷ σὲ κρατύναντι.

Πάτερ ἱερὲ Παχώμιε, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, κατεφώτισας ἅπασαν, Χῖον συμπαθείας σου καὶ ἀγάπης πυρσεύμασιν, οὐδεὶς γὰρ σπεύδων τῇ ἀντιλήψει σου, καὶ τῇ προνοίᾳ τῇ σῇ ᾐσχύνετο· ὅθεν τιμῶμέν σε,
φιλανθρώπου δράσεως ὡς πρακτικόν, ὁδηγὸν καὶ σέμνωμα ἀγάπης κρείττονος.

Πάτερ ἱερὲ Παχώμιε, τῆς μετανοίας εἰκών, καὶ εὐχῆς ἐργαστήριον ἐν σπηλαίῳ ἤσκησας, τῶν Πατέρων τῶν πρότερον, ἀνεγειράντων μονὴν τὴν ἔνδοξον, ἥν Νέαν πάντες ἐπονομάζομεν, Χίου δὲ ἤρδευσας, ταῖς ῥοαῖς ἱδρώτων σου πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ δακρύων χεύμασι τοῖς ἀστειρεύτοις σου.

Πάτερ ἱερὲ Παχώμιε, ἀκολουθήσας σεμνῶς, τοῦ Κυρίου τοῖς ἴχνεσιν, εἰς τὴν Λαύραν ἴθυνας θείου Σάββα τοὺς πόδας σου, καὶ ἡλικίας ἀποταξάμενος ,τὰς ἐνοράσεις σαφῶς ἰσάγγελον, βίον διήνυσας, καὶ δοχεῖον πέφηνας ὑπακοῆς, τιμαλφές, θειότατον, ἀζύγων σέμνωμα.

Δόξα. Ἦχος πλ. α΄.
Τὸ νεαυγέστατον ἄστρον τῆς Ἐκκλησίας, καὶ νεόφωτον φωστῆρα σκληραγωγίας καὶ ἀσκήσεως, Παχώμιον τὸν Ὅσιον ἐγκωμιάσωμεν· οὗτος γὰρ μαρμαρυγαῖς ἀγάπης καὶ κρείττονος πολιτείας, κατηύγασε τὰς ψυχὰς τῶν ἐν Χίῳ βιούντων, καὶ Χριστῷ ἐπιποθούντων εὐαρεστῆσαι· καὶ νῦν σὺν Ἀγγέλων δήμοις ἀγαλλόμενος ἐν τῇ ἄνω πόλει, πρεσβεύει τῷ Παντάνακτι Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν πίστει τελούντων αὐτοῦ τὸ μνημόσυνον.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Παρθένε...
Δοξολογία Μεγάλη καὶ Ἀπόλυσις.
ΕΝ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Τὰ Τυπικά, οἱ Μακαρισμοί, καὶ ἐκ τοῦ Κανόνος τοῦ Ὁσίου ἡ γ΄ καὶ στ΄ ᾠδή.

Ἀπόστολος πρὸς Γαλατάς. (Κεφ. ε΄ 22-στ΄ 2 ): Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστι χαρά... (Ζήτει τῷ Σαββάτῳ τῆς ΚΖ΄ Ἑβδομάδος).
Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν. (Κεφ. ιγ΄ 17-23 ): Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ... (Ζήτει τῇ Πέμπτῃ τῆς Δ΄ Ἑβδομάδος.)

Κοινωνικόν: Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον...

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς ἀσκήσεως ὁ κανών, χαίροις νήσου Χίου ἡ νεόφωτος λαμπηδών, χαίροις μετανοίας τῆς πρακτικὴς ἀκρότης, Παχώμιε Πατέρων θείων ἐκτύπωμα.

 
 Πηγές Νεκτάριος Μαμαλούγκος, http://voutsinasilias.blogspot.com/2009/10/14_11.html                                                        http://voutsinasilias.blogspot.com/2009/10/14_10.html