Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Άγιος Νικηφόρος o λεπρός


Ο OΣΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ
ΤΟΥ ΕΚ ΣΥΡΙΚΑΡΙΟΥ ΚΙΣΑΜΟΥ ΚΑΤΑΓΟΜΕΝΟΥ
Ο'Aγιος Άνθιμος τον ανέλαβε υπό την προστασία του και γρήγορα διέγνωσε
τα χαρίσματα που του είχε δώσει ο καλός Θεός.
Από το εορτολόγιο 2009 της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου http://www.egolpio.com/AGIOLOGIO/nikiforos_lepros.htm




Ο  π. Νικηφόρος o λεπρός (1890-1964) της καρτερίας αθλητής λαμπρός.

Ο πατήρ Νικηφόρος (κατά κόσμο Νικόλαος) γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων, στο Σηρικάρι. Οι γονείς του ήταν απλοί και ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί πέθαναν και τον άφησαν ορφανό. Έτσι, σε ηλικία 13 ετών έφυγε από το σπίτι του, πήγε στα Χανιά κι άρχισε να εργάζεται εκεί σ’ ένα κουρείο. Τότε εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της νόσου του Χάνσεν δηλ. την λέπρα. Εκείνη την εποχή, τους λεπρούς τους απομόνωναν στο νησί Σπιναλόγκα, διότι η λέπρα ως μεταδοτική αρρώστια αντιμετωπίζονταν με φόβο και αποτροπιασμό. Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφυγή τον εγκλεισμό του στην Σπιναλόγκα έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην Αλεξάνδρεια, πάλι σ’ ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και πιο εμφανή, ιδίως στα χέρια και στο πρόσωπο. Γι’ αυτό με την μεσολάβηση ενός κληρικού κατέφυγε στην Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν ιερεύς ο πατήρ Άνθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα Άγιος Άνθιμος.

Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών. Στο λεπροκομείο της Χίου, που ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια, υπήρχε το εκκλησάκι του Άγιου Λαζάρου, όπου φυλάσσονταν η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτόν τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον Νικόλαο. Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο. Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις (το φάρμακο βρέθηκε αργότερα το 1947).

Ο π. Νικηφόρος ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμασιν» (πολλά αφορούσαν θεραπείες δαιμονιζόμενων).

Υπήρχε μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση του Άγιου Άνθιμου με τον μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος «ουδέ εν βήμα εμάκρυνεν απ’ αυτού», όπως αναφέρει ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου». Ο π. Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν ο κύριος ψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το φως του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τους Αποστόλους από στήθους.

Το 1957 έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου και τους εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον πατέρα Νικηφόρο τους έστειλαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος ήταν περίπου 67 ετών. Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από την νόσο.

Εκεί, στον Αντιλεπρικό σταθμό ζούσε και ο πατήρ Ευμένιος, ο οποίος είχε κι αυτός  προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Απεφάσισε όμως να μείνει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον Αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Έτσι έγινε και υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο, στον οποίο ως ανταμοιβή της υπομονής του ο Κύριος του είχε δώσει πολλά χαρίσματα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό κελλάκι του λεπρού μοναχού Νικηφόρου, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει την ευχή του. Να τι αναφέρουν μεταξύ των άλλων όσοι τον γνώρισαν τότε:

Ενώ ο ίδιος του ήταν κατάκοιτος, με πληγές και πόνους, δεν γόγγυζε αλλά έδειχνε μεγάλη καρτερία.

Είχε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων.

Τα μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα, η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα.

Παρ’ όλα αυτά ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος.

Το πρόσωπο του, που ήταν φαγωμένο από τα στίγματα της ασθένειας, και τις πληγές, έλαμπε κι έπαιρναν χαρά όσοι τον έβλεπαν αυτόν τον πάμπτωχο και φαινομενικά ασθενή άνθρωπο που έλεγε: «Ας είναι δοξασμένο το άγιο Όνομα Του».

Σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964, κοιμήθηκε ο πατήρ Νικηφόρος. Μετά την εκταφή, τα άγια του λείψανα ευωδίαζαν. Ο πατήρ Ευμένιος, και άλλοι πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις, όπου έγιναν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό, του πατρός Νικηφόρου.

(Από το βιβλίο «ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΤΕΡΙΑΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ», υπό Σίμωνος μονάχου, Γ’ εκδ. «ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ», Αθήναι 2007).

«Παιδιά μου, προσεύχεσθε; και πως προσεύχεσθε; …με την ευχή του Ιησού να προσεύχεσθε, με το ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Έτσι να προσεύχεσθε. Έτσι είναι καλά» (πατήρ Νικηφόρος).

Σε αφιέρωμά του ο Τύπος της Κυριακής, 17/10/2010 παρουσιάζει συγκλονιστικές φωτογραφίες από τη Σπιναλόγκα. Χαρακτηριστικές και συγκινητικές είναι οι φωτογραφίες από παπάδες που πήγαιναν και διακονούσαν τους χανσενικούς-λεπρούς,τη στιγμή που εκείνοι γνώριζαν την απόρριψη ακόμα και από την ίδια τους την οικογένεια.
 


Το απόσπασμα αυτό το αναδημοσιεύουμε από το νέο βιβλίο των εκδόσεων “Ορθόδοξη Κυψέλη” : ” Γίνονται θαύματα σήμερα ; Φωτεινά υποδείγματα αρετής ” , το οποίο αναφέρει πάμπολλες ηρωικές μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφανείς Ορθόδοξους πιστούς, με την υπομονή και τη προσευχή νίκησαν και νικούν το θάνατο, την ασθένεια, το πόνο, ατενίζοντας τον Ουρανό, τη Βασιλεία των Ουρανών.

Ανατριχιάζει κανείς και κλαίει για τους ανθρώπους αυτούς που με ΠΙΣΤΗ και ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ στο Θεό, στο Κύριο μας Ιησού Χριστό, αναδεικνύονται Νεομάρτυρες μέσα από το καμίνι του πόνου και των δοκιμασιών. Και θρηνούμε πραγματικά όταν βλέπουμε τυφλούς ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ το ΦΩΣ του Θεού και εμείς οι έχοντες τα μάτια μας να είμαστε πνευματικά τυφλοί και να ζούμε στο ΣΚΟΤΑΔΙ, στη πνευματική τύλφωση, μακριά από τον Θεό και την Εκκλησία.

Πόσο φοβερό είναι να στεκόμαστε μακριά από τον αληθινό Θεό ! Πόσο τραγικό είναι να πολεμάμε μια ολόκληρη ζωή τον Ιησού Χριστό και την Εκκλησία Του, να ξοδεύουμε χρόνο και χρήμα για να  μείνουμε τώρα και αιώνια στο πνευματικό σκοτάδι !
Πόσο αξιολύπητο είναι να καταλάβουμε ότι ισχύει για εμάς , αυτό που έλεγε ο Οιδίποδας ( υβριστικά ) στο μάντη Τειρεσία :  ” Τυφλός τα τ’ώτα τε τον νουν τα τ’όμματα ει” ! “Είσαι τυφλός στα αυτιά, στο μυαλό και στα μάτια” ! Ναι, είμαστε “τυφλοί” που δεν βλέπουμε την Αγάπη του Τριαδικού Θεού στη ζωή μας ! Δεν ακούμε, δεν σκεπτόμαστε, δεν βλέπουμε ότι η ζωή μας έχει ένα τέλος ( σήμερα, αύριο, σε κάποια χρόνια ) και εμείς τρέχουμε, παλεύουμε, διασκεδάζουμε, αλλά δεν βάζουμε ούτε ένα λιθαράκι ΑΓΑΠΗΣ, δεν βάζουμε ούτε ένα λιθαράκι ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ και Ανάστασης …

Ο π. Νικηφόρος, υποτακτικός του Αγίου Ανθίμου του Χίου ( προστάτη του μπλογκ της Ορθόδοξης Ιεραποστολής ), έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του ( που ήταν πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα )το ΦΩΣ της χάριτος του Θεού  από τη γη, όπως ο πρωτομάρτυρας Στέφανος !

Ευχόμαστε και προσευχόμαστε όλοι οι άνθρωποι της μπλογκόσφαιρας να αξιωθούμε να δούμε αυτό το ΦΩΣ του Τριαδικού Θεού στην αιώνια Βασιλεία των Ουρανών.
Οι πρεσβείες του π. Νικηφόρου και του Αγίου Ανθίμου της Χίου ας σας σκέπουν σε όλη σας στη ζωή και ας σας οδηγήσουν σε έργα ΑΓΑΠΗΣ προς την Ορθόδοξη Εξωτερική Ιεραποστολή.

Οι λεπροί, οι χολερικοί,οι φυματικοί,οι ανάπηροι,  οι άνθρωποι με AIDS στην Αφρική και στην Ασία περιμένουν ένα δικό μας χέρι βοηθείας , μέσω προσευχής και οικονομικής ενίσχυσης των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε όλο το κόσμο.

Τώρα που μπαίνουμε στη Μεγάλη Σαρακοστή, ας πέσουν τα λέπια της ψυχής μας, ας λιώσουν τα παγόβουνα της καρδιάς μας, ας γίνουν ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΥΡΑΝΟΠΟΛΙΤΕΣ, ας γίνουμε άνθρωποι σαν τον π. Νικηφόρο, άνθρωποι και εργάτες της Αγάπης του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο αξίζει η δόξα και η τιμή και προσκύνηση στους απεράντους αιώνες των αιώνων.

Πηγή http://ierapostoli.wordpress.com/2012/01/04/tyflos_nikoforos/

Ο Όσιος Νικηφόρος σε νεαρή ηλικία στην Αλεξάνδρεια
(πηγή: Εορτολόγιον 2009, Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου)


Από το εορτολόγιο 2009 της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου http://www.egolpio.com/AGIOLOGIO/nikiforos_lepros.htm


 Από το εορτολόγιο 2009 της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου http://www.egolpio.com/AGIOLOGIO/nikiforos_lepros.htm

Η γειτονιά Κωστογιάννηδες στο χωριό Συρικάρι Κισάμου, όπου και το πατρικό σπίτι του Οσίου Νικηφόρου.
(πηγή: Εορτολόγιον 2009, Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου)

Το πατρικό σπίτι του Οσίου Νικηφόρου στο Συρικάρι Κισάμου
(πηγή: Εορτολόγιον 2009, Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου)

------

ΠΑΡΑΚΛΗΣH ΣΤΟN ΟΣΙΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΤΟΝ ΛΕΠΡΟ
Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως. Κύριε εἰσάκουσον. Μεθ: Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν·
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου (Τετράκις). Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ
Σταυρῷ.
Ἀνδρειοφρόνως τῆς σαρκός σου τὴν λέπραν, καθυπομείνας ὡς Ἰὼβ Νικηφόρε, τῆς σῆς
ψυχῆς ἐξήγνισας, λαμπρῶς τὴν στολήν· τέλεον τὴν κλίμακα, ἀρετῶν δὲ ἀνέβης,
φθάσας τῇ ἀσκήσει σου, πολιτείαν ἀγγέλων· ἀδιαλείπτως ψάλλων τῷ Θεῷ, σοὶ δόξα
πρέπει, Τριὰς ὁμοούσιε.
Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὑ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν...
Ὁ Ν᾿ Ψαλμός. Ἐλέησόν με ὁ Θεός...
Καὶ ἀρχόμεθα τοῦ Κανόνος, οὗ ἡ ἀκροστιχίς: «Χαῖρε Νικηφόρε λεπρῶν καινὴ
λαμπρότης».
Ἦχος πλ. δ´. ᾨδὴ α´. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Χαρίτων τὸ σκεῦος τὸ καθαρόν, χιόνος ἁπάσης τὸν λευκότερον τῇ ψυχῇ, λεπρὸν
Νικηφόρον δεῦτε πάντες· καθαρωτάταις ᾠδαῖς μεγαλύνωμεν.
Ἀγάπης σφραγῖδα τὴν ἱεράν, τῆς πίστεως δρόμον τὸν τελέσαντα ἀνδρικῶς, ἐλπίδι τῆς
ἄνω Βασιλείας· νῦν Νικηφόρον λεπρὸν μακαρίσωμεν.
Ἱδρῶσιν ὁσίας σου ἀγωγῆς, ψυχήν σου τὴν θείαν Νικηφόρε παναληθῶς, ποιήσας
χρυσίου λαμπροτέραν· εἰς τοῦ Θεοῦ σου τὰς χεῖρας παρέθηκας.
Θεοτοκίον.
Ῥημάτων ἀῤῥήτων τοῦ Γαβριήλ, ἀκούσασα Κόρη Παναγία πανευπειθῶς, Θεὸν
ἀπεκύησας τῷ κόσμῳ· παρακοήν τε τῆς Εὔας ἠνόρθωσας.
ᾨδὴ γ´. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Ἐκ τῆς Κρήτης προῆλθες, ὡς νεαυγὴς ἥλιος, πᾶσαν δὲ τὴν γῆν ἀνταυγείαις, τῆς
πολιτείας σου, καινοποιεὶς εὐπρεπῶς, υἱὲ φωτὸς Νικηφόρε, καὶ παθῶν τὴν ζόφωσιν,
λύεις ἑκάστοτε.
Νουνεχῶς Μοναζόντων, τρῖβον στενὴν ἤνυσας, πάσῃ ἐγκράτειᾳ παμμάκαρ,
ἐνδιαιτώμενος, καὶ Ἀσωμάτων χορούς, φθάσας σαρκὶ Νικηφόρε, ἀληθῶς ἐτίμησας,
σχῆμα ἰσάγγελον.
Ἰαμάτων ὁ ἔχων, τὸ ἀχανὲς πέλαγος, καὶ ἐν ἀσθενείᾳ παιδεύων, οὓς παραδέχεται, ὡς
ἀνόθευτους υἱούς, Χριστὸς σαρκός σοι τὴν λέπραν, Νικηφόρε δέδωκε, φίλτρου εἰς
πίστωσιν.
Θεοτοκίον.
Κυριώνυμε Κόρη, κόσμου παντὸς Δέσποινα, τὴν δεδουλωμένην ψυχήν μου, τοῖς
παραπτώμασι, ταῖς Μητρικαῖς σοῦ λιταῖς, δεῖξον παθῶν ἀνωτέραν, εἰς τὴν πρώτην
δόξαν μου, πάλιν ἀνάγουσα.
Ἰάτρευσον, ἡμῶν τὰ πάθη πρεσβείαις σου Νικηφόρε, ὁ βαστάσας τῆς σῆς σαρκὸς
ἀνδρείως τὴν λέπρωσιν, εἰς τέλειον μέτρον τῆς καρτερίας.
Ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος
Αἴτησις ὑπὸ τοῦ ἱερέως. Κάθισμα. Ἦχος β´. Πρεσβεία θερμή.
Ὀδύνας μακράς, τῆς λέπρας ἐκαρτέρησας, γενναίᾳ ψυχῇ, καὶ γνώμῃ καρτερόφρονι, τῷ
Θεῷ φθεγγόμενος· Νικηφόρε ᾆσμα γηθόμενος, καὶ μεγαλύνων χείλεσιν ἁγνοῖς, τὴν
θείαν ἀπαύστως ἀγαθότητα.
ᾨδὴ δ´. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἡδονὰς τὰς τοῦ σώματος, πάσῃ ἐγκράτειᾳ πολιτευόμενος· Νικηφόρε ἀπενέκρωσας, τὸ
δὲ πνεῦμα θείως ἀνεζώωσας.
Φερωνύμως τῆς κλήσεως, τῆς ἐπουρανίου μάκαρ γενόμενος· Νικηφόρε κατενίκησας,
παρατάξεις πάσας τοῦ ἀλάστορος.
Ὀφθαλμών σου τὴν πήρωσιν, φέρων Νικηφόρε ἔνδον σοῦ ἔβλεπες· ἐπιλάμψεις θείου
Πνεύματος, καὶ λαμπρῶν ἀκτίνων φῶς ἀπρόσιτον.
Θεοτοκίον.
Ῥητορεύσεις πεπλήρωνται, τῶν προφητευόντων ἐν σοὶ πανάμωμε· ἀπειράνδρως γὰρ
ἐκύησας, ὅνπερ πάλαι οὗτοι προηγόρευσαν.
ᾨδὴ ε´. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἔστησας τὸν νοῦν, ἐπὶ πέτραν τοῦ Κυρίου σοῦ, Νικηφόρε διὸ ἔμεινας στεῤῥός, ὥσπερ
ἀδάμας, ἀλγηδόσι μὴ πτοούμενος.
Λέπραν τῆς σαρκός, ὡς Ἰὼβ ἐνεκαρτέρησας, διὸ λάμπεις Νικηφόρε τῇ ψυχῇ, ὑπὲρ
χρυσίον, καὶ ἀργύριον πολύτιμον.
Ἔθηκας Θεῷ, Νικηφόρε τὴν ἐλπίδα σου, ὀρφανῶν τε καὶ χήρων προασπιστῇ, πατρῴων
σπλάγχνων, παρ᾿ οὗ εὗρες τὴν ἀντίληψιν.
Θεοτοκίον.
Πύργος ὀχυρός, κατ᾿ ἐχθρῶν ὑπάρχεις Δέσποινα, καταράττουσα αὐτῶν τὰς μηχανάς,
ὡς τετοκυῖα, τὸν ἰσχύϊ ἀπροσμέτρητον.
ᾨδὴ στ´. Τὴν δέησιν.
Ῥωννύμενος, τοῦ Θεοῦ τῇ χάριτι, ἐκ παθῶν τῶν χαμερπῶν Νικηφόρε· τὸ ἀσθενές, τῆς
σαρκός σου ἐδέχθης, ὡς τῆς Θεοῦ συμπαθείας τὸ δώρημα· τοῦ στέργοντος τὴν τῶν
βροτῶν· σωτηρίαν δι᾿ οἶκτον ἀμέτρητον.
Ὡς λύχνον σε, τῆς Τριάδος ἔγνωμεν, Νικηφόρε ἐπὶ ὅρους τεθέντα· καὶ ἱλαρῶς,
διαχέοντα πᾶσι, τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν αἴγλην τοῦ Πνεύματος· τὴν λύουσαν ἀχλὺν
παθῶν· καὶ φραιδρύνουσαν γῆς τὰ πληρώματα.
Νενίκηκας, τοῦ ἐχθροῦ ὑψώματα, Νικηφόρε ταπεινώσει σου θείᾳ· ὅτι ψυχή,
εὐγνωμόνῳ ἐδέχθης, τῇ σῇ σαρκὶ ἀλγηδόνας καὶ στίγματα· καὶ γέγονας παναληθῶς· τῆς
χιόνος ἀμέτρως λευκότερος.
Θεοτοκίον.
Κοιλία σου, ἡ ἅγια γέγονε, Μαριὰμ τῶν οὐρανῶν πλατυτέρα· ὅτι Θεός, ἐν αὐτῇ
ἐχωρήθη, ὃν οὐρανοῦ οὑκ χωροῦσι τὰ πέρατα, Αὐτὸν δυσώπει μητρικῶς τῆς παθῶν μὲ
ῥυσθῆναι στενώσεως.
Ἰάτρευσον, ἡμῶν τὰ πάθη πρεσβείαις σου Νικηφόρε, ὁ βαστάσας τῆς σῆς σαρκὸς
ἀνδρείως τὴν λέπρωσιν, εἰς τέλειον μέτρον τῆς καρτερίας.
Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα,
δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.
Κοντάκιον. Ἦχος β´. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Ἀσθενείας τὴν στενὴν ὁδὸν ἐπεβάδισας, Νικηφόρε καὶ ὁλοσχερῶς ἠκολούθησας, τὸν
Δεσπότην ὡς εὐπειθὴς καὶ ἄξιος υἱός, ζυγὸν τούτου δὲ τὸν ἐλαφρύν, καὶ τὸ φορτίον τὸ
χρηστόν, ἐν τοῖς ὥμοις ἐβάστασας χαίρων ὅθεν εἰσῆλθες, εἰς δόξης τῆς αἰωνίου, τὰς
καταπαύσεις τὰς τερπνάς, χαρμοσύνως ἀγαλλόμενος.
Προκείμενον: Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ.
Στίχ.: Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.
Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ Κατὰ Ματθαῖον (ια᾿, 2730): Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς·
Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου...
Δόξα: Ταῖς τοῦ σοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν
ἐγκλημάτων.
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν
ἐγκλημάτων.
Στίχ.: Ἐλεῆμον, Ἐλέησόν με ὁ Θεός... Προσόμοιον. Ἦχος πλ. β´.
Κλίμακα οὐράνιον, τῶν ἀρετῶν Νικηφόρε, λογισμῷ θεόφρονι, καὶ ψυχῆς στεῤῥότητι
ἀναβέβηκας· ὡς Ἰὼβ ἔφερες, τῆς σαρκὸς γὰρ λέπραν, καὶ ὀμμάτων σου τὴν πήρωσιν·
πληγὰς καὶ στίγματα, καὶ τὴν τῶν μελῶν πᾶσαν κάκωσιν· εἰς ὕψος δὲ αἰρόμενος, τὰ
ᾨδὴ ζ´. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ἀδιάλειπτον ἔσχες, προσευχὴν ὥσπερ ἔργον ἐν βίῳ ἄριστον, δι᾿ ἧς Θεῷ ὡμίλεις,
Ἀγγέλων πολιτείαν, Νικηφόρε μιμούμενος· ὁ τῶν πατέρων βοῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.
Ἰθυνόμενος μάκαρ, παρ᾿ Ἀνθίμου τοῦ πάνυ ἐν Χίῳ ἤνυσας, ἀσκήσεως τὸν δρόμον, καὶ
τρόπαια μεγάλα, Νικηφόρε ἐπέγραψας· διὸ στεφάνους χειρί, ἐδέξω ζωηφόρῳ.
Νέμων θείας εὐχάς σου, Νικηφόρε Κυρίῳ τὸ μεσονύκτιον, μετέωρος ἐπήρθης, ξενίσας
μαθητήν σου, σὲ ἰδόντα Εὐμένιον μεθ᾿ οὗ τὸν ὕμνον Θεῷ, προσάγεις εἰς αἰῶνας.
Θεοτοκίον.
Ἡ τοῦ μάννα σὲ στάμνος, ἀληθῶς προετύπου Παρθενομῆτορ Ἁγνή, καὶ γὰρ ἐν τῇ
γαστρὶ σοῦ, ἐφύλαξας τὸν Ἄρτον, τῆς ζωῆς τὸν Οὐράνιον· Χριστὸν ψυχὰς τῶν πιστῶν,
ἐκτρέφοντα ἀῤῥήτως.
ᾨδὴ η´. Τὸν Βασιλέα.
Λόγοις σου θεῖοις, καὶ νουθεσίαις σοφαῖς σου, ταῖς ψυχαῖς θλιβομένων γλυκεῖαν, τὴν
παρηγορίαν, παρεῖχες Νικηφόρε.
Ἀκτημοσύνης, σὲ θησαυρὸν Νικηφόρε, ἀσφαλῆ καὶ μεγάλον πλουτούμεν, ὅτι τῇ καρδίᾳ,
πτωχὸς μάκαρ ἐγένου.
Μακρὰν τὰ ὄντα, ὡσεὶ ἐγγὺς ἐνοπτρίζου, ψυχικοῖς ὀφθαλμοῖς Νικηφόρε, ὅτι διοράσει,
τῇ θείᾳ ἐκοσμήθης.
Θεοτοκίον.
Πεποικιλμένη, τῇ θείᾳ δόξῃ Παρθένε, Βασιλεῖ δεξιόθεν παρέστης, τῷ ἐπουρανίῳ, ὡς
Δέσποινα τοῦ κόσμου.
ᾨδὴ θ´. Κυρίως Θεοτόκον.
Ῥαδίως τὸ φορτίον, λέπρας βαρυτάτης, ὦ Νικηφόρε βαστάσας, εἰς πόλιν Θεοῦ, τὴν
ἐλευθέραν μετέβης, κούφως πτερούμενος.
Ὁ σπόρος Νικηφόρε, τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς ἀγαθῆς καὶ καλῆς σου, καρδίας τὴν γῆν,
γεωργηθεὶς τὸν πολύχουν, στάχυν ἐποίησεν.
Τὸν λύχνον τῆς ψυχῆς σοῦ, πλήσας Νικηφόρε, ὑπὸ μονῆς ἐν ἐλαίῳ, Νυμφίος Χριστός,
χορῷ φρονίμων παρθένων, σὲ συνηρίθμησεν.
Ἡ θήκη σῶν λειψάνων, βλύζει Νικηφόρε, τοῦ Παρακλητοῦ τὴν χάριν, ὀσμήν τε ζωῆς,
τοῖς εὐλαβῶς προσκυνοῦσι, ταύτην ἑκάστοτε.
Θεοτοκίον.
Σελήνη Θεοτόκε, ὡς παμφαεστάτη, ἑξανατέλλεις τῷ κόσμῳ, τὸ ἄδυτον φῶς, ὡς
τετοκυῖα τῆς Δόξης, τὸν μέγαν Ἥλιον.
Ἄξιόν ἐστι ὡς ἀληθῶς. Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια, ὧν ἡ ἀκροστιχίς: «Ἰσιδώρας».
Ἵνα αἰωνίου σε χαρμονῆς, μέτοχον ποιήσῃ ὁ Δεσπότης ἐν οὐρανοῖς, μάστιγας καὶ
θλίψεις, ἐν βίῳ σοι τῆς λέπρας· ἐδίδου Νικηφόρε, πατὴρ ὡς εὔσπλαγχνος.
Στάθμην σε ἐγκώκαμεν ἀκριβῆ, ταπεινοφροσύνης ἐγκρατείας ὑπογραμμόν, στῦλον
ἀγρυπνίας, ὑπακοῆς ἐργάτην· εὐχῆς τε Νικηφόρε, μέγαν διδάσκαλον.
Ἰσχύσας πρωτίστως ὡς ὁ Ἰώβ, ἐν τῇ καρτερίᾳ Νικηφόρε τῶν ἀλγεινῶν, ὅθεν σὺν
ἐκείνῳ, ἀγάλλει αἰωνίως· ἀφράστῳ θεοπτίᾳ, μεγαλυνόμενος.
Δεῦρο φιλοχρίστων θεία πληθύς, τοῦ Χριστοῦ τὸν φίλον Νικηφόρον νῦν τὸν λεπρόν·
ὕμνοις ἐγκωμίων κοσμήσωμεν ἀξίως, ὡς θείας καρτερίας, πύκτην πανάριστον.
Ὥριμος ὡς βότρυς ἐν τοῖς ληνοῖς, πανωδύνου λέπρας Νικηφόρε ἀποθλιβείς, ἔδωκας τὸν
οἶνον τῶν ἀρετῶν τὸν θεῖον· εὐφραίνοντα καρδίας, τῶν εὐφημούντων σε.
Ῥάβδον τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ἔχων Νικηφόρε βακτηρίαν ὡς κραταιάν, ἔδραμες
εὐτόνως τὴν στενωπὸν τοῦ βίου· εἰς θείων σκηνωμάτων πλάτος ἀπάγουσαν.
Ἄκμων ὡς ὑπάρχων ὑπομονῆς, ἄκαμπτος ἐδείχθης Νικηφόρε ἐν τοῖς δεινοῖς, καὶ ἐν τῷ
χαλκείῳ δοκιμασθεὶς τῶν πόνων, χρυσίου ἀπαστράπτεις, πάνυ λαμπρότερον.
Σήμερον δυνάμεις Ἀγγελικαί, χαίρουσιν ὁρῶσαι Νικηφόρου θείαν ψυχήν, θρόνῳ τοῦ
Δεσπότου σὺν τούτοις παρεστῶσαν· καὶ δόξῃ ἑλλαμφθείσαν, τῆς καθαρότητος.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί...
Τρισάγιον. Ἀπολυτίκιον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Νικηφόρου Ὁσίου τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα, καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν,
κατεπλάγησαν Ἄγγελοι, ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν, νῦν
δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ’ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις τῶν μοναστῶν
χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος, χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ
λειψάνων σου
Χαίροις καρτερίας ἀθλητά, τῆς παρηγορίας ὁ λύχνος, ἐλπίδος θεία εἰκών, πίστεως
ἐκσφράγισμα, ἀγάπης πλήρωμα· προσευχῆς ὁ διδάσκαλος, κανὼν ἐγκρατείας, πλοῦτος
πολυέραστος, τῆς καθαρότητος. Λέπρας παιδευθεὶς τῇ καμίνῳ, λάμπεις Νικηφόρε τῷ
κόσμῳ· τοῦ χρυσοῦ ἀμέτρως θαυμαστότερον.
Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σοῦ, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης
ἀνάγκης καὶ θλίψεως.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μὲ ὑπὸ τὴν σκέπην
σου.
Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε πάντων τῶν Ἁγίων, καὶ τῆς Θεοτόκου, τὴν σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν, καὶ
ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος οἰκτιρμῶν.
Ἐκ παντοίων κινδύνων τοὺς δούλους σου φύλαττε, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἵνα σὲ
δοξάζωμεν, τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.



(πηγή: Εορτολόγιον 2009, Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου)

(πηγή: Εορτολόγιον 2009, Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου)